Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

εὔνοιαν

  • 1 Biassed

    adj.
    P. οὐ κοινός.
    Biassed favourably (of persons): P. and V. εὔνους.
    Biassed unfavourably: P. and V. δύσνους, Ar. and P. κακόνους.
    Give a biassed judgment: P. and V. κατʼ εὔνοιαν κρνειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Biassed

  • 2 Favouritism

    subs.
    P. and V. εὔνοια, ἡ.
    Decide under influence of favouritism: P. κατʼ εὔνοιαν κρίνειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Favouritism

  • 3 Proof

    subs.
    Sign: P. and V. σημεῖον, τό, τεκμήριον, τό, δείγμα, τὸ, P. ἔνδειγμα, τό, V. τέκμαρ, τό.
    Evidence, witness: P. and V. τεκμήριον, τό, P. μαρτύριον, τό.
    Testimony: Ar. and P. μαρτυρία, ἡ, V. μαρτρια, τά, μαρτρημα, τὸ.
    Test, trial: P. and V. πεῖρα, ἡ, ἔλεγχος, ὁ, P. διάπειρα, ἡ (Dem. 1288).
    Example: P. and V. παρδειγμα, τό.
    Demonstration: P. ἀπόδειξις, ἡ.
    Make proof of: P. and V. πειρᾶσθαι (gen.), γεύεσθαι (gen.) (Plat.).
    Test: P. and V. ἐλέγχειν, ἐξελέγχειν, Ar. and P. βασανίζειν; see Test.
    Make proof of some one's friendship: P. λαμβνειν τῆς φιλίας πεῖράν (τινος) (Dem. 663, cf. 1288).
    Give proof of: P. δεῖγμα ἐκφέρειν (gen.) (Dem. 679).
    Those who have given proof of much virtue and moderation in their career: P. οἱ... πολλὴν ἀρετὴν ἐν τῷ βίῳ καὶ σωφροσύνην ἐνδεδειγμένοι (Isoc. 147B).
    I gave proof of the good will I bore him: P. ἐπεδειξάμην τὴν εὔνοιαν ν εἶχον εἰς ἐκεῖνον (Isoc. 389B).
    Proof against, unmoved by: P. and V. κνητος (dat.), Ar. and V. τεγκτος (dat.); see Untouched.
    Proof against bribery: use adj.: incorruptible.
    Be proof against, keep out: P. and V. στέγειν (acc.).
    met., not to yield to: use P. and V. οὐκ εἴκειν (dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Proof

См. также в других словарях:

  • εὐνοίαν — εὐνοίᾱν , εὔνοια goodwill fem acc sg (attic doric ionic aeolic) εὐνοΐᾱν , εὔνοια goodwill fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔνοιαν — εὔνοια goodwill fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… …   Dictionary of Greek

  • благоразоумиѥ — БЛАГОРАЗОУМИ|Ѥ (16), ˫А с. Благоразумие, рассудительность, предусмотрительность: Аще къто раба оучить виною б҃очьсть˫а прѣобидѣти своѥго г҃дина. и отъходити отъ слоужьбы. а не съ бл҃горазоумиѥмь и вьсею чьстью слоужити своѥмоу г҃диноу да боудеть… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • επερείδω — (AM ἐπερείδω) στηρίζω πάνω σε κάτι αρχ. μσν. σπρώχνω, μπήγω κάπου («ἐπέρεισε δὲ Παλλὰς Ἀθήνη [ἔγχος] νείατον ἐς κενεῶνα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. πιέζω με δύναμη («τῇ χειρὶ ἐπερείδειν», Ιπποκρ.) 2. σπρώχνω την πόρτα για να κλείσει καλά 3. εντείνω… …   Dictionary of Greek

  • κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… …   Dictionary of Greek

  • μεταβάλλω — (ΑM μεταβάλλω) [βάλλω] αλλάζω την κατάσταση κάποιου, μετατρέπω (α. «οι συνθήκες τής ζωής μεταβάλλουν τον άνθρωπο» β. «ο καιρός κάθε μέρα μεταβάλλεται» γ. «τὰς φυλὰς (ο Κλεισθένης) μετέβαλε εἰς ἄλλα ὀνόματα», Ηρόδ.) μσν. 1. αναπληρώνω 2. μεταπείθω …   Dictionary of Greek

  • παρέγγραπτος — ον, ΜΑ [παρεγγράφω] 1. παράνομα ή αντικανονικά εγγεγραμμένος (α.»παρέγγραπτοι γεγενημένοι πολῑται», Αισχίν. β. «τῶν νόθων καὶ παρεγγράπτων ἱερέων», Γρηγ. Ναζ.) 2. (για βιβλία, απόψεις κ.λπ.) εμβόλιμος, εκ τών υστέρων τοποθετημένος (α. «νόθων και… …   Dictionary of Greek

  • προσκαταπυκνώ — όω, Α 1. καθιστώ κάτι πυκνότερο ή στερεότερο 2. καθιστώ κάτι πιο βέβαιο, πιο σίγουρο, διασφαλίζω («προσκαταπυκνῶ τὴν εὔνοιαν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταπυκνῶ «γεμίζω πολύ, συμπυκνώνω»] …   Dictionary of Greek

  • χρονίζω — ΝΜΑ [χρόνος] (αμτβ.) 1. αργοπορώ αδικαιολόγητα, χασομερώ 2. (για νόσο) γίνομαι χρόνιος 3. διαρκώ πολύ αρχ. 1. σπαταλώ τον χρόνο μου, χάνω τον καιρό μου («Καμβύσῃ δὲ τῷ Κύρου χρονίζοντι περὶ Αἴγυπτον», Ηρόδ.) 2. διαρκώ πολύ χρόνο («χρονιζούσης τῆς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»