-
61 Ευφροσύναις
-
62 Εὐφροσύναις
-
63 Ευφροσύναν
-
64 Εὐφροσύναν
-
65 Ευφροσύνην
-
66 Εὐφροσύνην
-
67 Ευφροσύνης
-
68 Εὐφροσύνης
-
69 Ευφροσύνησι
-
70 Εὐφροσύνῃσι
-
71 Ευφροσύνησιν
-
72 Εὐφροσύνῃσιν
-
73 Ευφρόσυναι
-
74 Εὐφρόσυναι
-
75 ευφροσυνών
-
76 εὐφροσυνῶν
-
77 ευφροσυνάων
εὐφροσυνά̱ων, εὐφρόσυνοςcheery: masc /fem gen pl (epic aeolic)εὐφροσυνά̱ων, εὐφροσύνηmirth: fem gen pl (epic aeolic) -
78 εὐφροσυνάων
εὐφροσυνά̱ων, εὐφρόσυνοςcheery: masc /fem gen pl (epic aeolic)εὐφροσυνά̱ων, εὐφροσύνηmirth: fem gen pl (epic aeolic) -
79 Euphrosyne
Euphrosynē, ēs, f. (Ευφροσύνη), eine der Charitinnen (Grazien) bei Hesiod (theog. 909), Sen. de ben. 1, 3, 6.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > Euphrosyne
-
80 2167
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2167
См. также в других словарях:
Εὐφροσύνη — mirth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐφροσύνῃ — Εὐφροσύνη mirth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυφροσύνη — εὐφροσύνη mirth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυφροσύνῃ — εὐφροσύνη mirth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφροσύνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις τρεις Χάριτες, αδελφή της Αγλαΐας και της Θάλειας, κόρη του Δία και της Ευρυνόμης ή Αυτονόης. Άλλη παράδοση την αναφέρει ως κόρη της Νύχτας και του Ερέβους. II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η… … Dictionary of Greek
εὐφροσύνη — εὐφρόσυνος cheery fem nom/voc sg (attic epic ionic) εὐφροσύνη mirth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφροσύνῃ — εὐφρόσυνος cheery fem dat sg (attic epic ionic) εὐφροσύνη mirth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφροσύνη — η μεγάλη χαρά, ευχαρίστηση, αγαλλίαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐφροσύνηι — εὐφροσύνῃ , εὐφρόσυνος cheery fem dat sg (attic epic ionic) εὐφροσύνῃ , εὐφροσύνη mirth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐφροσύνηι — Εὐφροσύνῃ , Εὐφροσύνη mirth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐφροσυνῶν — Εὐφροσύνη mirth fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)