-
21 εὑρετικαί
-
22 ευρετικοίς
-
23 εὑρετικοῖς
-
24 ευρετικοί
-
25 εὑρετικοί
-
26 ευρετικούς
-
27 εὑρετικούς
-
28 ευρετικωτέρους
-
29 εὑρετικωτέρους
-
30 ευρετικώς
-
31 εὑρετικῶς
-
32 ευρετικάς
-
33 εὑρετικάς
-
34 ευρετική
-
35 εὑρετική
-
36 ευρετικήν
-
37 εὑρετικήν
-
38 ευρετικώτατος
-
39 εὑρετικώτατος
-
40 ευρετικώτεραι
См. также в других словарях:
εὑρετικός — inventive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρετικός — ή, ό (ΑΜ εὑρετικός, ή, όν) [ευρετής] ο ικανός, ο επιτήδειος να βρίσκει πράγματα που είναι δύσκολο να βρεθούν, να επινοεί λύσεις σε δυσχερή προβλήματα, να εφευρίσκει νέα τεχνικά μέσα και όργανα νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ευρετική επιστημονική… … Dictionary of Greek
εὑρετικά — εὑρετικός inventive neut nom/voc/acc pl εὑρετικά̱ , εὑρετικός inventive fem nom/voc/acc dual εὑρετικά̱ , εὑρετικός inventive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρετικώτερον — εὑρετικός inventive adverbial comp εὑρετικός inventive masc acc comp sg εὑρετικός inventive neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρετικῶν — εὑρετικός inventive fem gen pl εὑρετικός inventive masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρετικόν — εὑρετικός inventive masc acc sg εὑρετικός inventive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρετικαί — εὑρετικός inventive fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρετικοῖς — εὑρετικός inventive masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρετικοί — εὑρετικός inventive masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρετικούς — εὑρετικός inventive masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρετικωτέρους — εὑρετικός inventive masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)