-
1 μηχος
дор. μᾶχος - εος τό средство, способ(μ. τι εὑρέμεναι Hom.)
μ. κακῶν Eur. — способ помочь в несчастьях
См. также в других словарях:
εὑρέμεναι — εὑρίσκω find aor inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 μηχος
(μ. τι εὑρέμεναι Hom.)
εὑρέμεναι — εὑρίσκω find aor inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)