-
1 ευκτήριος
-
2 εὐκτήριος
-
3 εὐκτήριος
II Subst. εὐκτήριον, τό, oratory, Just.Nov.131.7 Intr., Rev.Bibl.1911.287 (Jericho, vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκτήριος
-
4 ευκτηρίων
-
5 εὐκτηρίων
-
6 ευκτήριον
-
7 εὐκτήριον
-
8 ευκτηρίοις
-
9 εὐκτηρίοις
-
10 ευκτηρίου
-
11 εὐκτηρίου
-
12 ευκτηρίους
-
13 εὐκτηρίους
-
14 ευκτηρίω
-
15 εὐκτηρίῳ
-
16 ευκτηρίωι
-
17 εὐκτηρίωι
-
18 ευκτήρια
-
19 εὐκτήρια
-
20 ευκτήριοι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εὐκτήριος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκτήριος — α, ο (ΑΜ εὐκτήριος, ία, ον) 1. (για ναό) αυτός στον οποίο εκπέμπονται ευχές προς τον θεό, ο προορισμένος για προσευχή 2. το ουδ. ως ουσ. το ευκτήριο μέρος όπου λατρεύεται ο Θεός, ναός, παρεκκλήσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευκ τήριος < ρίζα ευχ (εύχομαι)… … Dictionary of Greek
εὐκτηρίων — εὐκτήριος of fem gen pl εὐκτήριος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκτήριον — εὐκτήριος of masc acc sg εὐκτήριος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκτηρίοις — εὐκτήριος of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκτηρίου — εὐκτήριος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκτηρίους — εὐκτήριος of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκτηρίῳ — εὐκτήριος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκτήρια — εὐκτήριος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκτήριοι — εὐκτήριος of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκτηριάζω — εὐκτηριάζω (Μ) [ευκτήριος] χρησιμεύω ως ευκτήριον («εὐκτηριάζοντες οἶκοι», Ευστ.) … Dictionary of Greek