-
1 εὐθάνατος
εὐ-θάνατος, ϑάνατος, ein schöner Tod. Adv. εὐϑανάτως, schön, leicht sterbend
См. также в других словарях:
ευθάνατος — εὐθάνατος, ον (Α) φρ. «εὐθάνατος θάνατος» η ευθανασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θάνατος] … Dictionary of Greek
εὐθάνατος — dying easily masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθανάτως — εὐθάνατος dying easily adverbial εὐθάνατος dying easily masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθάνατον — εὐθάνατος dying easily masc/fem acc sg εὐθάνατος dying easily neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απευθανατίζω — ἀπευθανατίζω (Α) [ευθάνατος] βρίσκω ωραίο θάνατο … Dictionary of Greek
ευθανασία — Όρος, ο οποίος στην αρχική έννοιά του σημαίνει ένδοξος, ωραίος, ήσυχος και φυσικός θάνατος, ο οποίος γίνεται δεκτός με πνεύμα γαλήνιο, ως μια τέλεια περάτωση της ζωής. Επίσης, ο όρος υποδηλώνει τον ανώδυνο θάνατο που προκαλείται ή επισπεύδεται με … Dictionary of Greek
ευθανατώ — εὐθανατῶ, έω (Α) [ευθάνατος] πεθαίνω με ένδοξο θάνατο … Dictionary of Greek
ευθνήσιμος — εὐθνήσιμος, ον (Α) αυτός που πεθαίνει με εύκολο θάνατο, ο ευθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θνήσιμος < θνῄσκω] … Dictionary of Greek
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek