-
1 αχρηστια
ἥ1) ненужная вещь или помеха(ῥύπτειν τι ὡς ἀχρηστίαν Anth.)
2) бесполезность или неиспользуемость3) праздность, безделье(ἀ. καὴ ἡσυχία Plut.)
-
2 δυσχρηστια
ἥ1) трудность, затруднение, неудобство, помеха2) недостаток, порок, недуг3) беспокойство, тревога -
3 ελαιοχρηστια
-
4 ευχρηστια
ἥ1) полная готовность, надлежащее состояние(σκευῶν Arst.)
2) полезность, пригодность(πρός τι Polyb.)
3) кредит(τῆς εὐχρηστίας στερηθῆναι Diod.)
См. также в других словарях:
χρηστία — ἡ, Α [χρηστός] χρήση … Dictionary of Greek
μονοχρηστία — μονοχρηστία, ἡ (Μ) η μία μόνο χρήση, η απλή χρήση («τὸ πολύχρηστον ὄργανον εἰς μονοχρηστίαν τινὰ περιεστήσατε», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χρηστία (< χρηστος < χρῶμαι), πρβλ. πολυ χρηστία] … Dictionary of Greek