-
1 μικρομεγέθης
μικρο-μεγέθης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μικρομεγέθης
-
2 παμμεγέθης
παμ-μεγέθης, ες, = foreg., Pl. Prm. 164d, Lg. 913d, X.Mem.3.6.13, Timocl.8.14, D.19.241, Arist. GA 745a34, al., Men.Her.2: neut. as Adv.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παμμεγέθης
-
3 χηνομεγέθης
χηνο-μεγέθης, ες,A as large as a goose, Str.15.1.57.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χηνομεγέθης
-
4 ἀπειρομεγέθης
ἀπειρο-μεγέθης, ες,A immensely large, S.E.P.3.44;διαστήματα Ph.1.605
, cf. Cleom.2.1: metaph.,χωρίον ἐπιστήμης Ph.1.627
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπειρομεγέθης
-
5 ἰσομεγέθης
ἰσο-μεγέθης, ες,A equal in size, X.Cyn.5.29, Plb.10.44.2, Phld.Mort.3, Herod.Med. ap. Orib.10.8.2: c. dat.,κύστις ἰ. ληκύθῳ Aen.Tact.31.10
;ἰ. γῇ Jul.Gal. 135c
. Adv.- θως Aristid.Quint.3.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσομεγέθης
См. также в других словарях:
μεγέθης — μεγέθης, μέγεθες (Μ) 1. ευμεγέθης, μεγάλος, ογκώδης 2. ψηλός («καθέδρᾳ μεγεθεστάτῃ πάνυ καθήμενος», Βίος Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. μεγέθης σχηματίστηκε κατ απόσπαση από τα σύνθ. σε μεγέθης < μέγεθος (πρβλ. ευ μεγέθης, ισο μεγέθης)] … Dictionary of Greek
ισομεγέθης — μέγεθες (Α ἰσομεγέθης, μέγεθες) αυτός που έχει ίσο μέγεθος με κάποιον άλλο, όμοιος στο μέγεθος. επίρρ... ἰσομεγέθως (Α) με ισομεγέθη τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + μεγέθης (< μέγεθος), πρβλ. απειρο μεγέθης, μικρο μεγέθης] … Dictionary of Greek
μακρομεγέθης — μακρομεγέθης, ες (Α) πολύ μεγάλος σε μέγεθος, μακρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + μέγεθος (πρβλ. απειρο μεγέθης, ισο μεγέθης)] … Dictionary of Greek
μεγεθεστάτος — μεγεθεστάτος, η, έστατον (Μ) υπερθ. τού μεγέθης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός τού μεγέθης, με παρατονισμό προς εξυπηρέτηση μετρικών αναγκών] … Dictionary of Greek
μικρομεγέθης — μικρομεγέθης, ες (Α) 1. αυτός που είναι μικρός ως προς το μέγεθος 2. μετριόφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + μεγέθης (< μέγεθος), πρβλ. ισο μεγέθης] … Dictionary of Greek
πολυμεγέθης — έγεθες, Α αυτός που έχει μεγάλο μέγεθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μεγέθης (< μέγεθος), πρβλ. ισο μεγέθης] … Dictionary of Greek
υπερμεγέθης — υπερμέγεθες / ὑπερμεγέθης, ὑπερμέγεθες, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερμεγάθης, ὑπερμέγαθες, Α αυτός που έχει υπέρμετρο μέγεθος, πάρα πολύ μεγάλος, τεράστιος αρχ. (για έργο ή προσπάθεια) εξαιρετικά δύσκολος, δυσχερέστατος. επίρρ... ὑπερμεγέθως ΜΑ με… … Dictionary of Greek
χηνομεγέθης — έγεθες, Α μεγάλος σαν χήνα («πέρδιξιν, οὕς χηνομεγέθεις εἶναι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + μεγέθης (< μέγεθος), πρβλ. ἰσο μεγέθης] … Dictionary of Greek
превеликий — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. 1) (θερμότατος) усерднейший; 2) (περιφανής) знаменитый:… … Словарь церковнославянского языка
παμμεγέθης — παμμεγέθης, μέγεθος (ΑΜ) 1. πάρα πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης 2. (το ουδ. ως επίρρ.) παμμέγεθες πάρα πολύ δυνατά, ισχυρότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μεγέθης (< μέγεθος)] … Dictionary of Greek