-
1 λογία
λογίᾱ, λόγιοςof: fem nom /voc /acc dualλογίᾱ, λόγιοςof: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)λογίᾱ, λογίαfem nom /voc /acc dualλογίᾱ, λογίαfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————λογίᾱͅ, λόγιοςof: fem dat sg (attic doric aeolic)λογίαι, λογίαfem nom /voc plλογίᾱͅ, λογίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 λογία
λογία, ἡ, Sammlung, Collecte für Arme, K. S.
-
3 λογια
ἡ [λέγω II] сбор пожертвований NT. -
4 λογία
λογία ηсбор денежных пожертвований в помощь бедным христианам -
5 λογία
λογία, ἡ, Sammlung, Collecte für Arme -
6 λόγια
τα1) слова; разговор;έχω να σας πω δυό λόγια — мне нужно вам сказать два слова;
2) толки, слухи;λόγια του κόσμου — сплетни;
§ λόγια μετρημένα — немногословно, но веско;
λόγια παχ(ε)ιά ( — или μεγάλα) — высокопарные, громкие слова; — хвастливые речи;
κακά λόγια — сквернословие;
λόγια του αέρα — пустая болтовня;
τέτοια ώρα τέτοια λόγια — теперь уже поздно говорить об этом, что теперь можно сказать;
είναι όλο λόγια — это только одни слова, одни обещания;
είναι μόνο λόγια — одни слова; — пустые угрозы;
άλλα λόγια ( — давайте) переменим тему разговора;
μασάω τα λόγια μου — мямлить, выражаться неясно, двусмысленно; — уклончиво отвечать;
παίρνω λόγια — а) выспрашивать; — б) узнавать стороной;
βάζω λόγια — наговаривать, ссорить; — строить козни;
δεν βρίσκω λόγια... — нет слов..., не нахожу слов (чтобы)...;
χάνω τα λόγια μου — говорить впустую, тратить слова попусту;
πιστεύω στα λόγια — верить на слово;
περνώ από τα λόγια στην πράξη — переходить от слов к делу;
ρίχνω λόγια στον αέρα — бросать слова на ветер;
δεν μού αρέσουν τα λόγια — я не люблю пустых слов;
(δεν) μετρώ τα λόγια μου — быть (не)сдержанным на язык;
δεν παίρνει από λόγια — он слов не понимает, он никого не слушается, с ним ничего не поделаешь;
ήρθαμε σε λόγια — мы повздорили, поссорились;
με άλλα λόγια — а) другими словами, иначе говоря; — б) то есть;
με λίγα λόγια — а) в нескольких словах, вкратце; — б) короче говори;
με δυό λόγια ( — одним) словом;
λίγα λόγια! παρακαλώ! — прошу короче!;
τα πολλά λόγια είναι φτώχεια — погов, много слов — мало дела; — в многословии не без пустословия;
χίλια λόγια ένά άσπρο — погов, не стоит тратить столько слов; — зря болтать — только время терять
-
7 λογίᾳ
Βλ. λ. λογία -
8 λογία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λογία
-
9 λογία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λογία
-
10 λόγια
λόγιονoracle: neut nom /voc /acc plλόγιοςof: neut nom /voc /acc pl -
11 λόγια
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λόγια
-
12 λόγιά
[плагьа] ουσ. θ. склон, косогор.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λόγιά
-
13 λόγιά
[плагьа] ουσ θ склон, косогор. -
14 λογία
-
15 λόγια
sözler, laflar -
16 πρωτο-λογία
πρωτο-λογία, ἡ, die erste Rede, bes. vor Gericht, Demad. 3; auch die erste Rolle eines Schauspielers; Anfang einer Rede, Schol. Dem.
-
17 προς-ομο-λογία
προς-ομο-λογία, ἡ, Zugeständniß, Billigung, Dem. 39, 41 u. Sp.
-
18 παρα-δοξο-λογία
παρα-δοξο-λογία, ἡ, Rede von wunderbaren Dingen; εἰς παραδοξολογίαν τοῖς ἐσομένοις μεϑ' ἡμᾶς ἔφυμεν, Aesch. 3, 132; ἡ περί τινος, Pol. 3, 47, 6.
-
19 παρα-λογία
παρα-λογία, ἡ, Ausrede, Sp. Aber μετὰ παραλογίας = παραλόγως, Schol. Il. 23, 388.
-
20 παρ-ομο-λογία
παρ-ομο-λογία, ἡ, scheinbares Zugeben, Rhett.
См. также в других словарях:
λογία — λογίᾱ , λόγιος of fem nom/voc/acc dual λογίᾱ , λόγιος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λογίᾱ , λογία fem nom/voc/acc dual λογίᾱ , λογία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογίᾳ — λογίᾱͅ , λόγιος of fem dat sg (attic doric aeolic) λογίαι , λογία fem nom/voc pl λογίᾱͅ , λογία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογία — λογία, ἡ (Α) βλ. λογεία … Dictionary of Greek
λόγια — τα (Μ λόγια) 1. λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι 2. φρ. α) «με δυο λόγια» ή «με λίγα λόγια» κοντολογίς β) «χάνω τα λόγια μου» μάταια προσπαθώ να πείσω νεοελλ. φρ. α) «κακά λόγια» αισχρολογίες, βωμολοχίες β) «καλά λόγια» επαινετικοί λόγοι γ)… … Dictionary of Greek
λόγια — τα πληθ. του ουσ. ο λόγος 1. αυτά που λέει κάποιος, οι κουβέντες: Μου μίλησε με γλυκά λόγια. 2. φρ. «Λόγια παχιά ή λόγια του αέρα», καυχησιολογήματα, αερολογίες· «Είσαι μόνο λόγια», δεν πραγματοποιείς τις υποσχέσεις σου· «Μασάει τα λόγια του»,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
λόγια — λόγιον oracle neut nom/voc/acc pl λόγιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογίας — λογίᾱς , λόγιος of fem acc pl λογίᾱς , λόγιος of fem gen sg (attic doric aeolic) λογίᾱς , λογία fem acc pl λογίᾱς , λογία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογίαι — λογίᾱͅ , λόγιος of fem dat sg (attic doric aeolic) λογία fem nom/voc pl λογίᾱͅ , λογία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογίαν — λογίᾱν , λόγιος of fem acc sg (attic doric aeolic) λογίᾱν , λογία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγι' — λόγια , λόγιον oracle neut nom/voc/acc pl λόγια , λόγιος of neut nom/voc/acc pl λόγιε , λόγιος of masc voc sg λόγιαι , λόγιος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)