-
41 ἁρματο-δραμέω
ἁρματο-δραμέω, zu Wagen wettfahren, Apollod. 3, 5, 5, wo Schäfer richtiger - δρομέω lesen will.
-
42 αεροδρομεω
-
43 αντιδρομεω
-
44 αστυδρομεω
-
45 βοηδρομεω
-
46 διαυλοδρομεω
досл. совершать двойной пробег ( на состязаниях), перен. возвращаться(ἐπὴ τέν ἀρχήν Arst.)
-
47 δολιχοδρομεω
-
48 ενδρομεω
-
49 ευδρομεω
1) быстро бегать(ἀθλητές εὐδρομῶν Plut.)
2) перен. двигаться, развиваться(κατὰ τέν τοιαύτην νόησιν Sext.)
ὅ λόγος σου κατ΄ ὀρθὸν εὐδρομεῖ Men. — речь твоя льется плавно -
50 ευθυδρομεω
-
51 ημεροδρομεω
-
52 ισοδρομεω
1) бежать наравне, не отставать в беге(τινι Arst.)
2) совместно действовать(πρός τι Arst.)
ἰσοδρομῆσαι ἀλλήλοις Arst. — действовать согласованно друг с другом -
53 ιστιοδρομεω
-
54 κυνοδρομεω
-
55 ομοδρομεω
1) двигаться по тому же путиὁ. ἁλίῳ Plat. — двигаться в орбите солнца
2) перен. действовать совместно, сотрудничать(ἔν τινι Plut.)
-
56 ορθοδρομεω
-
57 ουριοδρομεω
-
58 παλινδρομεω
-
59 σταδιοδρομεω
-
60 Δρομέων
Δρομεύςrunner: masc gen plΔρομέω̆ν, Δρομεύςrunner: masc gen pl
См. также в других словарях:
Δρομέως — Δρομέω̆ς , Δρομεύς runner masc gen sg Δρομεύς runner masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρομέως — δρομέω̆ς , δρομεύς runner masc gen sg δρομεύς runner masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δρομέων — Δρομεύς runner masc gen pl Δρομέω̆ν , Δρομεύς runner masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρομέων — δρομεύς runner masc gen pl δρομέω̆ν , δρομεύς runner masc gen pl δρομή fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)