Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

εὐ-δαιμονία

  • 1 заклинать

    ρ.δ.μ.
    1. (ε)ξορκίζω, διώχνω•

    духов ξορκίζω τα δαιμόνια.

    2. θερμοπαρακαλώ, ικετεύω (στο όνομα μεγάλου ιερού προσώπου).
    3. παλ. ορκίζομαι, κάνω όρκο.
    (ε)ξορκίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > заклинать

  • 2 очертенеть

    ρ.σ. (απλ.)
    1. αποβλακώνομαι, ξεκουτιαίνω. || βουρλίζομαι, δαιμονίζομαι, με πιάνουν οι διάβολοι, τα δαιμόνια.
    2. βλ. очертеть.

    Большой русско-греческий словарь > очертенеть

  • 3 чернокнижие

    ουδ.
    παλ. δαιμονολογία, μαγεία, μαντεία από βιβλία για τα δαιμόνια.

    Большой русско-греческий словарь > чернокнижие

  • 4 чертовщина

    θ.
    1. αθρσ. οι διάβολοι, οι δαίμονες, τα δαιμόνια, οι τρισκατάρατοι, τα πονηρά (ακάθαρτα) πνεύματα.
    2. μτφ. το ακατάληπτο, το μυστηριώδες.

    Большой русско-греческий словарь > чертовщина

  • 5 Blow

    subs.
    P. and V. πληγή, ἡ, V. πλῆγμα, τό.
    Wound: P. and V. τραῦμα, τό.
    Blow of the sword: V. φασγνου τομαί, αἱ.
    Deal ( blows), v. trans.: P. and V. διδόναι, P. ἐντείνειν.
    Blow of fortune: P. and V. συμφορά, ἡ. P. ἀτύχημα, τό, δυστύχημα, τό, πταῖσμα, τό, V. πληγή, ἡ.
    At one blow,: V. ἐν μιᾷ πληγῇ.
    Come to blows ( with): P. and V. συμβάλλειν (dat.), δι μχης έναι (dat.), μχην συνάπτειν (dat.), εἰς χεῖρας ἔρχεσθαι (absol.), P. συμμιγνύναι (dat.).
    Thrasybulus strikes Phrynichus and fells him with a blow: P. ὁ μὲν Θρασύβουλος τύπτει τὸν Φρύνιχον καὶ καταβάλλει πατάξας (Lys. 136).
    The capture of Plemmyrium was a crushing blow to the Athenian force: P. ἐν τοῖς πρῶτον ἐκάκωσε τὸ στράτευμα τὸ τῶν Ἀθηναίων ἡ τοῦ Πλημμυρίου λῆψις (Thuc. 7, 24).
    We must bear the blows of fortune: P. φέρειν χρὴ τὰ δαιμόνια.
    Blow of fortune: P. παρὰ τῆς τύχης ἐναντίωμα τό (Dem. 328).
    They are gone without a blow: V. φροῦδοι δʼ ἄπληκτοι (Eur., Rhes. 814).
    Take without striking a blow: P. αὐτοβοεὶ αἱρεῖν (acc.).
    ——————
    v. trans.
    Extend by blowing: P. and V. φυσᾶν (also used of musical instruments).
    Of the wind: P. and V. φέρειν.
    Blow the nose: P. and V. πομύσσεσθαι (Xen.; Eur., Cycl., also Ar.).
    ——————
    v. intrans.
    Puff: P. and V. φυσᾶν, V. φυσιᾶν; see also Breathe.
    Of the wind: P. and V. πνεῖν, ἐκπνεῖν.
    If the wind should blow from the gulf: P. εἰ ἐκπνεύσειεν ἐκ τοῦ κολποῦ τὸ πνεῦμα (Thuc. 2, 84).
    When the trumpet blew: P. ἐπεὶ ἐσάλπιξε (Xen.).
    Blow about: P. and V. φέρειν, διαφέρειν.
    V. intrans. V. ᾄσσεσθαι.
    Blow away: P. διαφυσᾶν.
    Blow out, extend by blowing: P. and V. φυσᾶν.
    Extinguish: P. and V. σβεννναι; see Extinguish.
    Blow up, throw up by blowing: P. ἀναφυσᾶν.
    Shatter: P. and V. ῥηγνναι.
    V. intrans. P. and V. ῥήγνυσθαι.
    Blow upon: V. ἐμπνεῖν (dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Blow

См. также в других словарях:

  • δαιμονία — δαιμονίᾱ , δαιμόνιος of fem nom/voc/acc dual δαιμονίᾱ , δαιμόνιος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) δαιμονίᾱ , δαιμονιάω to be possessed of a God pres imperat act 2nd sg δαιμονίᾱ , δαιμονιάω to be possessed of a God imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονίᾳ — δαιμονίᾱͅ , δαιμόνιος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 369 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στα Δ της χερσονήσου του Έλους, προς την ακτή του Λακωνικού κόλπου, στον όρμο της Ξυλής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασωπού. Μέχρι το… …   Dictionary of Greek

  • δαιμόνια — δαιμόνιον divine Power neut nom/voc/acc pl δαιμόνιος of neut nom/voc/acc pl δαιμόνιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονίαν — δαιμονίᾱν , δαιμόνιος of fem acc sg (attic doric aeolic) δαιμονίᾱν , δαιμονιάω to be possessed of a God imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δαιμονίᾱν , δαιμονιάω to be possessed of a God imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονίας — δαιμονίᾱς , δαιμόνιος of fem acc pl δαιμονίᾱς , δαιμόνιος of fem gen sg (attic doric aeolic) δαιμονίᾱς , δαιμονιάω to be possessed of a God imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμόνι' — δαιμόνια , δαιμόνιον divine Power neut nom/voc/acc pl δαιμόνια , δαιμόνιος of neut nom/voc/acc pl δαιμόνια , δαιμόνιος of neut nom/voc/acc pl δαιμόνιε , δαιμόνιος of masc voc sg δαιμόνιε , δαιμόνιος of masc/fem voc sg δαιμόνιαι , δαιμόνιος of fem …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Daemonia Nymphe — Δαιμόνια Νύμφη Origin Athens, Greece Genres Ancient Greek music, neoclassical, neofolk Years active 1994–present Labels Prikosnovénie …   Wikipedia

  • Daemonia nymphe — Δαιμόνια Νύμφη Жанры Древнегреческая музыка, неофолк, готика Страна …   Википедия

  • Κατράκης, Πότης — (Δαιμονιά Λακωνίας 1930 –). Δικηγόρος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος στον Πειραιά, ενώ ασχολήθηκε και με την πολιτική. Το 1974 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος και αντιπρόεδρος του… …   Dictionary of Greek

  • δαιμονίαι — δαιμονίᾱͅ , δαιμόνιος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»