Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐ-βουλία

См. также в других словарях:

  • κενοβουλία — κενοβουλία, ἡ (Α) το να σκέπτεται κάποιος κενά, κούφια, η κουφόνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + βουλία (< βουλος < βουλεύω), πρβλ. βραδυ βουλία, ορθο βουλία] …   Dictionary of Greek

  • πονηροβουλία — ἡ, ΜΑ πονηρή σκέψη, επιθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + βουλία (< βουλος < βουλή «σκέψη»), πρβλ. καλο βουλία, υστερο βουλία] …   Dictionary of Greek

  • οξυβουλία — ὀξυβουλία, ἡ (Α) ταχεία σκέψη, γρήγορη απόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + βουλία (< βουλος < βουλή «σκέψη»), πρβλ. υστερο βουλία] …   Dictionary of Greek

  • ταυτοβουλία — η / ταὐτοβουλία, ΝΜΑ ταύτιση βούλησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο) * + βουλία (< βουλος < βουλή), πρβλ. συμ βουλία] …   Dictionary of Greek

  • υστεροβουλία — η / ὑστεροβουλία, ΝΑ νεοελλ. σκέψη ή ενέργεια που κρύβει ιδιοτέλεια αρχ. 1. σκέψη που γίνεται μετά την εκτέλεση μιας πράξης 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑστεροβουλία μετάνοια, μετάμελος, ἡ ἐσχάτη βουλή». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + βουλία (< βουλος <… …   Dictionary of Greek

  • ταυτ(ο)- — / ταὐτ(ο) , ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. ταὐτό(ν) «εντελώς το ίδιο» και δηλώνει ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, ταύτιση (πρβλ. ταυτο βουλία, ταυτ ώνυμος), ισότητα (πρβλ. ταὐτο σθενής, ταὐτο συλλαβῶ) ή …   Dictionary of Greek

  • υποβουλία — η, Ν ελαττωμένη δύναμη βούλησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + βουλή «βούληση» + κατάλ. ία (πρβλ. πρωτο βουλία)] …   Dictionary of Greek

  • ԱԽՈՐԺԱԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0016 Chronological Sequence: 6c, 8c գ. ἠδονή, ἑπιτήδευμα, βουλία, προαίρεσις voluptas, jucunditas, electio, studium, accuratum Ախորժք. ախորժանք. զուարճութիւն. յօժարութիւն. սէր. հաճոյք. հեշտալիք. քաղցրութիւն. *Գերագոյապէս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»