-
1 παλιμ-βουλία
παλιμ-βουλία, ἡ, Aenderung des Entschlusses, v. l. für παλιμβολία.
-
2 συμ-βουλία
συμ-βουλία, ἡ, ion. συμβουλίη, Rath; Her. 4, 97. 7, 135 u. öfter; Plat. Legg. XII, 965 a; Xen. Mem. 1, 3, 4; Sp., wie Pol. 5, 12, 6.
-
3 ταὐτο-βουλία
ταὐτο-βουλία, ἡ, gleicher Wille, Sp.
-
4 βραδυ-βουλία
βραδυ-βουλία, ἡ, Langsamkeit des Rathes, Philo.
-
5 κενο-βουλία
κενο-βουλία, ἡ, leerer, nichtiger Rath, Cyrill.
-
6 κακο-βουλία
κακο-βουλία, ἡ, das Wesen des κακόβουλος, das Schlechtberathensein, schlechter Rath; Ios.; D. L. 7, 93.
-
7 κοινο-βουλία
κοινο-βουλία, ἡ, gemeinschaftliche Berathung, Rathsversammlung, Sp., wie Schol. Il. 22, 268.
-
8 εὐ-βουλία
εὐ-βουλία, ἡ, das gute Rathen, der gute Rath, u. allgem., Klugheit, Aesch. Prom. 1037. 1040; Soph. Ant. 1037. 1085; Eur. Suppl. 173; περί τινος, Plat. Prot. 318 e; Isocr. 1, 34 u. Folgde; im plur., Aesch. 2, 75.
-
9 εἰκαιο-βουλία
εἰκαιο-βουλία, ἡ, Unüberlegtheit, VLL.
-
10 ματαιο-βουλία
ματαιο-βουλία, ἡ, thörichter Rath, Entschluß, Simonids. bei D. Hal. C. V. extr., v. l. μεταβουλία
-
11 δυς-βουλία
δυς-βουλία, ἡ, Schlechtberathenheit, Thorheit, VLL. κακοβουλία, ἀφροσύνη; Aesch. Spt. 784 Ag. 1591 Soph. Ant. 95 Ar. Nubb. 578.
-
12 μετα-βουλία
μετα-βουλία, ἡ, Aenderung des Entschlusses, Willensänderung, v. l. für ματαιοβουλία.
-
13 δια-βουλία
δια-βουλία, ἡ, Rathschluß, Gedanken, LXX.
-
14 ἀ-προ-βουλία
ἀ-προ-βουλία, ἡ, Unvorsätzlichkeit, Ggstz ἐπιβουλή, Plat. Legg. IX, 867 b.
-
15 ὀρθο-βουλία
ὀρθο-βουλία, ἡ, der rechte Rath, Polem. physiogn. 1, 6.
-
16 ὀξυ-βουλία
ὀξυ-βουλία, ἡ, das schnelle Berathen, Entschlußfassen, Schol. ll. 10, 204.
-
17 ἀ-βουλία
ἀ-βουλία, ἡ, Mangel an Rath und Ueberlegung; Uncntschlossenheit, Pind. Ol. 11, 41; Thue. 5, 75 (neben μαλακία u. βραδυτής); auch wohl Her. 7, 216; bes. Unüberlegtheit, Unklugheit (VLL. ἄνοια, μωρία), Soph. El. 320. 421, ἐξ ἀβουλίας u. ἀβουλίᾳ πεσεῖν u. ähnl., Antia. 1227; πολλὴν-ίαν ἔχειν Eur. Med. 882. Gegensätze sind εὐβουλία, Plat. Alc. I, 125 e; σωφροσύνη Thuc. 1, 32; εὖ φρονῶν (ἀβουλίᾷ) Antiph. 4, β, 6; βουλεύεσϑαι Isocr. 1, 35. Auch im plur., Her. 8, 57. Böser Rath ist es wohl Aesch. Hpt. 732 κρατηϑεὶς ἐκ φίλων ἀβουλίαις.
-
18 ἐπι-βουλία
ἐπι-βουλία, ἡ, dasselbe, Pind. N. 4, 37.
-
19 ὑστερο-βουλία
ὑστερο-βουλία, ἡ, Berathschlagung nach der That, Sp., wie LXX.
-
20 ἑτερο-βουλία
ἑτερο-βουλία, ἡ, Aenderung des Entschlusses, Cyrill.
См. также в других словарях:
κενοβουλία — κενοβουλία, ἡ (Α) το να σκέπτεται κάποιος κενά, κούφια, η κουφόνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + βουλία (< βουλος < βουλεύω), πρβλ. βραδυ βουλία, ορθο βουλία] … Dictionary of Greek
πονηροβουλία — ἡ, ΜΑ πονηρή σκέψη, επιθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + βουλία (< βουλος < βουλή «σκέψη»), πρβλ. καλο βουλία, υστερο βουλία] … Dictionary of Greek
οξυβουλία — ὀξυβουλία, ἡ (Α) ταχεία σκέψη, γρήγορη απόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + βουλία (< βουλος < βουλή «σκέψη»), πρβλ. υστερο βουλία] … Dictionary of Greek
ταυτοβουλία — η / ταὐτοβουλία, ΝΜΑ ταύτιση βούλησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο) * + βουλία (< βουλος < βουλή), πρβλ. συμ βουλία] … Dictionary of Greek
υστεροβουλία — η / ὑστεροβουλία, ΝΑ νεοελλ. σκέψη ή ενέργεια που κρύβει ιδιοτέλεια αρχ. 1. σκέψη που γίνεται μετά την εκτέλεση μιας πράξης 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑστεροβουλία μετάνοια, μετάμελος, ἡ ἐσχάτη βουλή». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + βουλία (< βουλος <… … Dictionary of Greek
ταυτ(ο)- — / ταὐτ(ο) , ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. ταὐτό(ν) «εντελώς το ίδιο» και δηλώνει ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, ταύτιση (πρβλ. ταυτο βουλία, ταυτ ώνυμος), ισότητα (πρβλ. ταὐτο σθενής, ταὐτο συλλαβῶ) ή … Dictionary of Greek
υποβουλία — η, Ν ελαττωμένη δύναμη βούλησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + βουλή «βούληση» + κατάλ. ία (πρβλ. πρωτο βουλία)] … Dictionary of Greek
ԱԽՈՐԺԱԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0016 Chronological Sequence: 6c, 8c գ. ἠδονή, ἑπιτήδευμα, βουλία, προαίρεσις voluptas, jucunditas, electio, studium, accuratum Ախորժք. ախորժանք. զուարճութիւն. յօժարութիւն. սէր. հաճոյք. հեշտալիք. քաղցրութիւն. *Գերագոյապէս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)