-
1 σελήνη
σελήνη, ἡ (vgl. σέλας, verwandt mit ἕλη, εἵλη), der Mond; Hom. ἐν οὐρανῷ ἄστρα φαεινὲν ἀμφὶ σελήνην φαίνεται, Il. 8, 555; εὐώπιδος σελάνας φάος, Pind. Ol. 11, 75; Folgde überall; σ. πλήϑουσα, l. 18, 484; ἐν σελήνῃ, im Mondscheine, auch πρὸς τὴν σελήνην, Andoc. 1, 38. – Auch ein runder, mondförmiger Kuchen od. ein solches Brot von Weizenmehl.
См. также в других словарях:
εμφλέγω — ἐμφλέγω (Α) 1. ανάβω μέσα σε κάτι, φωτίζω («ἐν δ ἔσπερον ἔφλεξεν εὐώπιδος σελάνας φάος» το φως τής ωραίας σελήνης κατέλαμψε την εσπέρα, Πίνδ.) 2. μέσ. φλέγομαι, καίγομαι μέσα … Dictionary of Greek