-
1 ευχρηστηθήναι
-
2 εὐχρηστηθῆναι
См. также в других словарях:
εὐχρηστηθῆναι — εὐχρηστέομαι aor inf mp εὐχρηστέω to be serviceable aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ευχρηστηθήναι
2 εὐχρηστηθῆναι
εὐχρηστηθῆναι — εὐχρηστέομαι aor inf mp εὐχρηστέω to be serviceable aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)