-
1 εὔ-φορος
εὔ-φορος, 1) leicht zu tragen, πόνοι Pind. N. 10, 24; τὰ ὅπλα ὡς ἂν εὐφορώτατα εἴη Xen. Cyr. 2, 3, 14; Folgde, wie Arr. An. 6, 29, 9 πύελον εὔογκον καὶ ταύτῃ εὔφορον. – 2) leicht tragend; vom Körper, gewandt, Xen. Conv. 2, 16; vom Winde, gut dahintragend, leicht bewegend, Hell. 6, 2, 27; vom Lande, viel hervorbringend, fruchtbar, ergiebig, τὸν ἀγρὸν εὔφορον ποιεῖν καὶ εὔκαρπον Plut. de ad. et amic. discr. 23; a. Sp., auch φυτά, Arist. H. A. 4, 11; aber 6, 21 ein Körper, der sich gut hält, gesund; εὔφορος εἰς πυροῦ γεωργίαν, für den Weizenbau, Schol. Ar. Equ. 262; πόλι ς εὔφορος πρὸς ἀνδρῶν ἀρετήν, reich an Männertugend, D. Hal. rhet. 3, 3; νοσήματα, die sich leicht verbreiten, Luc. abd. 27; auch πρὸς ἡδονάς, geneigt dazu, Longin. 44, 1. – Ein unregelmäßiger compar. εὐφορέστερος findet sich bei Aret. – Adv., εὐφόρως ἔχειν πρὸς τὰ κρύη, gut ertragen können, Plut. Symp. 3, 4, 2; anders τῆς γλώσσης εὐφόρως εἶχε, er hatte eine geläufige Zunge, Philostr. V. Soph. 23, 5.
-
2 εὔφορος
εὔ-φορος, (1) leicht zu tragen. (2) leicht tragend; vom Körper: gewandt; vom Winde: gut dahintragend, leicht bewegend; vom Lande: viel hervorbringend, fruchtbar, ergiebig; ein Körper, der sich gut hält, gesund; εὔφορος εἰς πυροῦ γεωργίαν, für den Weizenbau; πόλι ς εὔφορος πρὸς ἀνδρῶν ἀρετήν, reich an Männertugend; νοσήματα, die sich leicht verbreiten; auch πρὸς ἡδονάς, geneigt dazu. Adv., εὐφόρως ἔχειν πρὸς τὰ κρύη, gut ertragen können; anders τῆς γλώσσης εὐφόρως εἶχε, er hatte eine geläufige Zunge
См. также в других словарях:
εὐφόρως — εὔφορος well adverbial εὔφορος well masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύφορος — η, ο (ΑΜ εὔφορος, ον) παραγωγικός, γόνιμος, καρποφόρος, πολύκαρπος («εἰ τὸν ἀγρὸν ἔμελλες ἐγκωμιάζων εὔφορον ποιεῑν», Πλούτ.) μσν. αρχ. 1. (για άνεμο) ευνοϊκός 2. αυτός τον οποίο υπομένει κάποιος εύκολα, ο υποφερτός («ἔσχεν Θεαῑος εὐφόρων λάθαν… … Dictionary of Greek
πάνυ — ΝΜΑ επίρρ. σε μεγάλο βαθμό, πάρα πολύ («πάνυ πολλάς ψυχάς», Αισχύλ.) αρχ. 1. (με το ου) καθόλου, ουδαμώς («εὐφόρως δὲ οὐ πάνυ ἔχει», Ιπποκρ.) 2. (σε αποκρίσεις ως ισχυρό βεβαιωτικό) μάλιστα, βεβαιότατα 3. (με άρθρο) ὁ πάνυ ο περίφημος, ο… … Dictionary of Greek
υγιεινός — ή, ό/ ὑγιεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που συντελεί στη διατήρηση τής υγείας ενός οργανισμού (α. «υγιεινό κλίμα» β. «περί τε τῶν νοσηρῶν χωρίων καὶ τῶν ὑγιεινῶν», Ξεν.) 2. (για τροφή) θρεπτικός (α. «τα φρούτα είναι υγιεινή τροφή» β. «τῶν σιτίων τοῑς … Dictionary of Greek