-
1 εὐ-φημία
εὐ-φημία, ἡ, 1) der gute Ruf, erst bei Sp., Ael. V. H. 3, 47; Plut. u. A. – 2) das Reden guter Worte, die gute Vorbedeutung haben, δι' εὐφημίαν ὄνομα ἀποικίαν τιϑέμενος Plat. Legg. I, 736 a, u. sonst; Φίλιππον νῦν μὲν διὰ τὴν τῶν λόγων εὐφημίαν ἐπαινῶ, worauf folgt ἐὰν δὲ ὁ αὐτὸς ἐν τοῖς ἔργοις γένηται, οἷος νῦν ἐν τοῖς ἐπαγγέλμασιν, – ἀσφαλῆ ποιήσεται τὸν ἔπαινον Aesch. 1, 169; vgl. 3, 92; πᾶσαν εὐφημίαν παρειχόμην, ich habe alles Gute geredet, Dem. ep. 2 g. E.; bes. beim Opfer, Andachtsstille (VLL. σιωπή), εὐφημίαν νῦν ἴσχε, schweige still, Soph. Trach. 177, wie frg. 764 εὐφημίαν μὲν πρῶτα κηρύξας ἔχω; so oft εὐφημία ἔστω, Ar. Th. 303, u. A.; καὶ σιγή Ath. XII, 538 a. Daher = Anbetung, Gebet, Plat. Alc. II, 149 b, wie Pind. ὧν εὐφαμίαις μάλιστ' Ἀπόλλων χαίρει, P. 10, 35. Vgl. noch Din. 2, 14 ὁ νόμος εὐξάμενον κελεύει τὸν κήρυκα μετ' εὐφημίας πολλῆς, οὕτως ὑμῖν τὸ βουλεύεσϑαι παραδιδόναι; anders Plat. εὐφημίαν ἔχειν πρὸς αὑτοῦ γονέας, Legg. IV, 717 c. – Bes. bei Sp. freudiger Zuruf, Beglückwünschung, z. B. εὐφημίαις παντοδαπαῖς ὑπεδέχοντο Hdn. 1, 7, 11. – Gute Aussprache, Demetr. Phal. 175.
-
2 εὐφημία
εὐ-φημία, ἡ, (1) der gute Ruf. (2) das Reden guter Worte, die gute Vorbedeutung haben; πᾶσαν εὐφημίαν παρειχόμην, ich habe alles Gute geredet; bes. beim Opfer: Andachtsstille; εὐφημίαν νῦν ἴσχε, schweige still. Daher = Anbetung, Gebet; freudiger Zuruf, Beglückwünschung. Gute Aussprache
См. также в других словарях:
εὐφημίαν — εὐφημίᾱν , εὐφημία use of words of good omen fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφημία — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η μεγαλομάρτυρας. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί Διοκλητιανού. Η μνήμη της τιμάται στις 16 Σεπτεμβρίου. 2. Ε. η μάρτυρας. Η μνήμη της τιμάται στις 4 Ιανουαρίου. * * * η (ΑΜ εὐφημία) [εύφημος]… … Dictionary of Greek
κηρύσσω — και κηρύττω (ΑΜ κηρύσσω, Α αττ. τ. κηρύττω, δωρ. τ. καρύσσω) [κήρυξ] 1. γνωστοποιώ μεγαλοφώνως κάτι στο πλήθος ως κήρυκας, καλώ, συγκαλώ («κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Αχαιούς», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι επίσημα γνωστό, δηλώνω, διαλαλώ,… … Dictionary of Greek
σπεύδω — ΝΜΑ 1. κινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση (α. «μόλις τόν είδε, έσπευσε να τόν προϋπαντήσει» β. «μὴ εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν», Ξεν. γ. «... ἔλαφος... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ ἱδρώουσα», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι έτοιμος ψυχικά,… … Dictionary of Greek
ВОЗНЕСЕНИЕ ГОСПОДНЕ — [греч. ᾿Ανάληψις τοῦ Κυρίου; лат. Ascensio Domini], Вознесение Иисуса Христа на небо одно из главных событий Свящ. истории. После В. Г. видимое земное присутствие Христа уступает место Его невидимому пребыванию в Церкви. В церковной традиции В. Г … Православная энциклопедия
ИЛИЯ СИЦИЛИЙСКИЙ — [греч. ᾿Ηλίας ὁ Σικελιώτης], мон., итало греч. гимнограф (VIII IX вв.). Биографических данных не сохранилось. Митр. Софроний (Евстратиадис) опубликовал по списку Ath. Laur. Β. 32 последование воскресных ирмосов И. С. Θαλάττιον πέλαγος (Морская… … Православная энциклопедия