-
61 εὐτελεστάτης
-
62 ευτελεστάτοις
-
63 εὐτελεστάτοις
-
64 ευτελεστάτου
-
65 εὐτελεστάτου
-
66 ευτελεστάτους
-
67 εὐτελεστάτους
-
68 ευτελεστάτω
-
69 εὐτελεστάτῳ
-
70 ευτελεστέραν
-
71 εὐτελεστέραν
-
72 ευτελεστέρην
-
73 εὐτελεστέρην
-
74 ευτελεστέροις
-
75 εὐτελεστέροις
-
76 ευτελεστέρου
-
77 εὐτελεστέρου
-
78 ευτελεστέρους
-
79 εὐτελεστέρους
-
80 ευτελεστέρω
См. также в других словарях:
εὐτελῆς — εὐτελής easily paid for masc/fem acc pl (attic epic doric) εὐτελής easily paid for masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελής — easily paid for masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτελής — ές (ΑΜ εὐτελής, ές) 1. αυτός που έχει χαμηλή τιμή, φθηνός, προσιτός, οικονομικός, ολιγοδάπανος, ολιγοέξοδος 2. (συνεκδ. για καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα) ανάξιος λόγου, αυτός που είναι κατώτερης ποιότητας, ο μειονεκτικός, ο… … Dictionary of Greek
ευτελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. για πράγματα, ο φτηνός, ο κατώτερης ποιότητας: Ύφασμα ευτελούς ποιότητας. 2. μτφ., άνθρωπος μικροπρεπής, τιποτένιος: Άνθρωπος ευτελής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐτελῆ — εὐτελής easily paid for neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐτελής easily paid for masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐτελής easily paid for masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελέστερον — εὐτελής easily paid for adverbial comp εὐτελής easily paid for masc acc comp sg εὐτελής easily paid for neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελεστάτων — εὐτελής easily paid for fem gen superl pl εὐτελής easily paid for masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελεστέραις — εὐτελής easily paid for fem dat comp pl εὐτελεστέρᾱͅς , εὐτελής easily paid for fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελεστέρων — εὐτελής easily paid for fem gen comp pl εὐτελής easily paid for masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελεῖ — εὐτελής easily paid for masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) εὐτελής easily paid for masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελεῖς — εὐτελής easily paid for masc/fem acc pl εὐτελής easily paid for masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)