-
1 εὐ-τελής
εὐ-τελής, ές, wohlfeil, wenig kostend, leicht zu haben, οὐχ ὁρᾷς τοὺς συκοφάντας ὡς εὐτελεῖς, καὶ οὐδὲν ἂν δέοι ἐπ' αὐτοὺς πολλοῦ ἀργυρίου Plat. Crit. 45 a; Xen. Hier. 1, 20; δίαιτα D. gic. 1, 45; οἰκήσεις 5, 21; dah. gering, schlecht, ὑποδεεστέρην καὶ εὐτελεστέρην ταρίχευσιν, τὴν δὲ τρίτην εὐτελεστάτην Her. 2, 86. Auch in sittlicher Beziehung, gemein, schlecht, Arist. pol. 2, 11; καὶ ταπειναὶ πόλεις D. sic. 13, 83; Plut. Vgl. Aesch. Spt. 473 ὁ σηματουργὸς δ' οὔτις εὐτελὴς ἄρ' ἦν, war kein gemeiner Künstler; – im guten Sinne, einfach, frugal, Xen. Mem. 1, 3, 5; Plut. öfter; βίος Plat. Legg. VII, 806 a; mit geringer Anstrengung verbunden, ῥᾴων καὶ εὐτελεστέρα ἄσκησις Xen. Hipparch. 1, 16. – Adv. εὐτελῶς, einfach, ohne großen Aufwand, τρέφειν Xen. Cyr. 8, 3, 46; ϑεραπεύειν τοὺς ϑεούς Conv. 4, 49; Sp.
См. также в других словарях:
εὐτελεστέρα — εὐτελεστέρᾱ , εὐτελής easily paid for fem nom/voc/acc comp dual εὐτελεστέρᾱ , εὐτελής easily paid for fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελεστέρᾳ — εὐτελεστέρᾱͅ , εὐτελής easily paid for fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελέστερα — εὐτελής easily paid for neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελεστέρας — εὐτελεστέρᾱς , εὐτελής easily paid for fem acc comp pl εὐτελεστέρᾱς , εὐτελής easily paid for fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελεστέραν — εὐτελεστέρᾱν , εὐτελής easily paid for fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιματίς — αἱματίς ( ίδος), η (Α) [αἷμα] μσν. 1. τα ευτελέστερα κρέατα τών σφαγίων, οι λαπάδες (ίσως όμως και το αίμα που έμενε σε κακοψημένο κρέας) 2. το αίμα που πλημμυρίζει το ασπράδι τού ματιού ύστερα από ρήξη αγγείου αρχ. αιματόχρωμο ένδυμα, πορφυρός… … Dictionary of Greek
ετυμολογία — Η ιστορία της μορφής και της σημασίας μιας λέξης μεταξύ δύο χρονικών στιγμών που έχουμε διαλέξει συμβατικά. Για να αντιληφθούμε την ιστορία και τα προβλήματα της επιστήμης της ε., ο καλύτερος τρόπος είναι να ερευνήσουμε τις διαδοχικές σημασίες… … Dictionary of Greek
παρατίθημι — δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ 1. θέτω, τοποθετώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον 2. παραθέτω, προσφέρω, σερβίρω φαγητό (α. «ἀφοῡ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ. β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. θέτω… … Dictionary of Greek
εὐτελεστέραις — εὐτελής easily paid for fem dat comp pl εὐτελεστέρᾱͅς , εὐτελής easily paid for fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)