-
1 εὐσυλλόγιστος
εὐ-συλ-λόγιστος, leicht zu schließen, zu erraten
См. также в других словарях:
ευσυλλόγιστος — εὐσυλλόγιστος, ον (Α) 1. αυτός που γίνεται εύκολα αποδεκτός από τη λογική («εὐσυλλογιστότερα... τἀληθῆ», Αριστοτ.) 2. αυτός που συμπεραίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συλ λογίζομαι] … Dictionary of Greek
εὐσυλλόγιστον — εὐσυλλόγιστος well concluded masc/fem acc sg εὐσυλλόγιστος well concluded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσυλλογιστότερα — εὐσυλλόγιστος well concluded neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)