-
1 εὐ-στοχία
εὐ-στοχία, ἡ, das glückliche Treffen des Ziels, Geschicklichkeit im Treffen, τόξων Eur. I. T. 1239; χερός Tr. 811; sp. D., wie Bian. 10 (IX, 223); Gaetul. 4 (VI, 331); καρύων παίγνιος εὐστοχίη Strat. 54 (XII, 212); auch D. Sic. 3, 24; bes. Geschicklichkeit im Errathen, im Wahrnehmen des rechten Augenblicks, καιροῦ Plut. am. et adul. discr. 51; ἔστι δὲ εὐστοχία τις ἡ ἀγχίνοια Arist. eth. 6, 9, 10; Sp., auch treffender Witz, Spott.
-
2 ἀγχί-νοια
ἀγχί-νοια, ἡ, nach Plat. Charm. 160 a ὀξὐτης τῆς ψυχῆς; Def. 412 e εὐφυΐα ψυχῆς, καϑ' ἣν ὁ ἔχων στοχαστικὸς ἑκάστῳ τοῠ δέοντος; vgl. Epinom. 976 b. Dah. Arist. Nic. 6, 9 εὐστοχία τις, Scharfsinn, Gewandtheit des Geistes, schnell u. leicht etwas aufzufassen u. zu beurtheilen; Geistesgegenwart, Plut. Sol. 5; καὶ σὐνεσις Luc. Alex. 4.
См. также в других словарях:
ευστοχία — η (ΑΜ εὐστοχία, Α και εὐστοχίη) [εύστοχος] 1. η δεξιότητα στην επιτυχία τού σκοπού, η επιτυχία βολής (α. «ἐπὶ τόξων εὐστοχίᾳ γάνυται», Ευρ. β. «ευστοχία πυροβόλου») 2. η επιδεξιότητα στο να παίρνει κάποιος τις σωστές αποφάσεις και να δράττεται… … Dictionary of Greek
Άβλιχος, Μικέλης — (Ληξούρι 1844 – Αργοστόλι 1917).Σατιρικός ποιητής, από τους τελευταίους εκπροσώπους της Επτανησιακής σχολής. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια. Διδάχθηκε τα πρώτα του γράμματα στην Κεφαλονιά και μετά ταξίδεψε στην Ελβετία όπου σπούδασε νομικά και… … Dictionary of Greek
Κομνηνός — I Επώνυμο δυναστείας αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Η δυναστεία των Κ. βασίλευσε από το 1081 έως το 1185, δίνοντας πέντε αυτοκράτορες. Η εποχή των Κ. διαδέχθηκε μια περίοδο την οποία χαρακτήρισαν σοβαρά εξωτερικά και εσωτερικά προβλήματα: η… … Dictionary of Greek