-
101 εὐσεβοῦς
-
102 ευσεβών
εὐσεβέωlive: pres part act masc nom sg (attic epic doric)εὐσεβήςpious: masc /fem /neut gen pl (attic epic doric) -
103 εὐσεβῶν
εὐσεβέωlive: pres part act masc nom sg (attic epic doric)εὐσεβήςpious: masc /fem /neut gen pl (attic epic doric) -
104 ευσεβώς
-
105 εὐσεβῶς
-
106 ευσεβέας
-
107 εὐσεβέας
-
108 ευσεβέε
-
109 εὐσεβέε
-
110 ευσεβέες
-
111 εὐσεβέες
-
112 ευσεβέεσι
-
113 εὐσεβέεσι
-
114 ευσεβέεσσ'
-
115 εὐσεβέεσσ'
-
116 ευσεβέεσσι
-
117 εὐσεβέεσσι
-
118 ευσεβέεσσιν
-
119 εὐσεβέεσσιν
-
120 ευσεβέι
См. также в других словарях:
εὐσεβής — pious masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσεβής — ές (ΑΜ εὐσεβής, ές, Μ και εὐσεβός, όν) 1. αυτός που σέβεται τον θεό και τηρεί τις εντολές του, θρήσκος 2. εκείνος που τόν διακρίνει ευσέβεια (α. «ευσεβείς σκέψεις» β. «εὐσεβεῑ γνώμᾳ») 3. αυτός που νιώθει βαθύ σεβασμό προς τους γονείς, δασκάλους κ … Dictionary of Greek
εὐσεβῆς — εὐσεβέω live pres ind act 2nd sg (doric) εὐσεβής pious masc/fem acc pl (attic epic doric) εὐσεβής pious masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσεβής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που τρέφει πολύ σεβασμό προς κάτι το ιερό: Ευσεβής χριστιανός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αντωνίνος o Ευσεβής — (Τίτος Αυρήλιος Φούλβος Βοϊόνιος Άριος Αντωνίνος, 86 – 161 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (138 161). Αναφέρεται στην ιστορία ως πιο πράος και ο πιο δίκαιος αυτοκράτορας της Ρώμης. Η σύγκλητος του απέδωσε για τις αρετές του τον τιμητικό τίτλο του… … Dictionary of Greek
εὐσεβῆ — εὐσεβής pious neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐσεβής pious masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐσεβής pious masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσεβέστερον — εὐσεβής pious adverbial comp εὐσεβής pious masc acc comp sg εὐσεβής pious neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσεβεστάτων — εὐσεβής pious fem gen superl pl εὐσεβής pious masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσεβεστέρων — εὐσεβής pious fem gen comp pl εὐσεβής pious masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσεβέα — εὐσεβής pious neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εὐσεβής pious masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσεβές — εὐσεβής pious masc/fem voc sg εὐσεβής pious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)