-
1 ευρυρεων
См. также в других словарях:
ευρυρέων — εὐρυρέων, ουσα, ον (Α) αυτός που ρέει σε πλατιά κοίτη («Ἀλφεὸν εὐρυρέοντα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + ρέων (< ρέω)] … Dictionary of Greek
1 ευρυρεων
ευρυρέων — εὐρυρέων, ουσα, ον (Α) αυτός που ρέει σε πλατιά κοίτη («Ἀλφεὸν εὐρυρέοντα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + ρέων (< ρέω)] … Dictionary of Greek