-
1 ευρύπορος
-
2 εὐρύπορος
-
3 ευρυπορος
-
4 εὐρύπορος
εὐρῠ-πορος, ον,A with broad ways, in Hom. always of the sea (as εὐρυόδεια of the earth), where all may roam at will,μέγα κῦμα θαλάσσης εὐρυπόροιο Il.15.381
, cf. Od.4.432, 12.2, A. Pers. 108.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐρύπορος
-
5 εὐρύπορος
εὐρύ-πορος ( πόρος): wide-traversed, epith. of the sea (cf. εὐρυόδεια), always θαλάσσης εὐρυπόροιο. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εὐρύπορος
-
6 εὐρύπορος
εὐρύ-πορος, mit breiten Pfaden, ϑάλασσα, das nach allen Richtungen hin befahren werden kann -
7 ευρύπορον
εὐρύποροςwith broad ways: masc /fem acc sgεὐρύποροςwith broad ways: neut nom /voc /acc sg -
8 εὐρύπορον
εὐρύποροςwith broad ways: masc /fem acc sgεὐρύποροςwith broad ways: neut nom /voc /acc sg -
9 θάλασσα
θάλασσα, ἡ, att. ϑάλαττα (verwandt mit ἅλς), das Meer, von Hom. an überall; die Beiwörter εὐρύπορος, ἀτρύγετος, πολύφλοισβος, ἁλμυρός u. ä. s. besonders; – ἥδε ἡ ϑάλασσα, ἡ καϑ' ἡμᾶς ϑ., ἡ ἔσω od. ἐντὸς ϑάλ. ist das mittelländische Meer, Her. 1, 1. 185. 4, 39, u. so auch Folgde, Pol. 1, 3, 9. 3, 39, 2 u. Sp.; auch ἡ παρ' ἡμῖν ϑάλαττα, Plat. Phaed. 1 13 a; der Ocean ist ἡ ἐκτός od. ἔξω ϑάλασσα, Her., Pol. 3, 57, 2 u. A.; – κατὰ γῆν καὶ κατὰ ϑάλατταν, sehr gewöhnlich, zu Waster u. zu Lande, auch κατὰ ϑάλατταν καὶ πε-ζῇ, Plat. Polit. 289 e; – das Meerwasser, ναῦς πλήρης ϑαλάττης Pol. 16, 5, 4; ὁ ἐκ ϑαλάσσης ἑψόμενος τάριχος Diphil. Ath. III, 121 d. Bei Her. 8, 56 ein Brunnen mit salzigem Wasser, im Tempel des Erechtheus auf der Burg in Athen. – Uebertr. sagt Aesch. von dem herannahenden Heere ἄμαχον κῦμα ϑαλάσσης Pers. 90 u. vom Unglück κακῶν δ' ὥςπερ ϑάλασσα κῦμ' ἄγει Spt. 740; so einzeln bei Sp., wie sprichwörtl. ἀγαϑῶν ϑάλασσα, Zenob. 1, 9 ἐπὶ πλήϑους ἀγαϑῶν.
-
10 θαλασσα
атт. θάλαττα (θᾰ) ἥ1) море (его обычные эпитеты: εὐρύπορος Hom. обширное, πολιά или πολιαινομένη Aesch. седое, т.е. покрытое белой пеной, ἀτρύγετος Hom., Hes. бесплодное, ἁλμυρά Eur. соленое, πολύφλοισβος Hom. вечно шумящее, рокочущее)κατὰ γῆν καὴ κατὰ θάλατταν или κατὰ θάλατταν καὴ πεζῇ Plat. — на море и на суше;
τὸ παρὰ θάλασσαν — приморская полоса, побережье (Ἀραβίης, Αἰγύπτου, τῇς Συρίης Her.);τὸ παρὰ θάλασσαν αὐτῆς Her. — приморская часть этой страны;θ. ἥ τοῦ Εὐξείνου πόντου Her. — море, именуемое Эвксинским;ἥδε ἥ θ. Hom., ἥ καθ΄ ἡμᾶς θ. Polyb., ἥ παρ΄ ἡμῖν θ. Plat., ἥ μεγάλη θ. Plut., ἥ ἔσω и ἥ ἐντὸς θ. Her., ἥ Ἀτλαντικέ θ. Arst., поздн. ἥ Μεσόγειος θ. — Средиземное море;2) перен. море, бездна, множество(κακῶν Aesch.)
ἄμαχον κῦμα θαλάσσης Aesch. — неодолимые полчища3) морская вода(ναῦς πλήρης θαλάττης Polyb.)
4) колодец морской воды ( в храме Эрехтея) Her. -
11 ευρυπορωτέρα
-
12 εὐρυπορωτέρᾳ
-
13 ευρυπόροιο
-
14 εὐρυπόροιο
-
15 ευρυπόροισι
-
16 εὐρυπόροισι
-
17 ευρυπόροισιν
-
18 εὐρυπόροισιν
-
19 ευρυπόρου
-
20 εὐρυπόρου
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ευρύπορος — εὐρύπορος, ον (ΑΜ) (για τη θάλασσα) με πλατιά περάσματα, όπου μπορούν πολλά πλοία να ταξιδεύουν σε διάφορες διευθύνσεις («μέγα κῡμα θαλάσσης εὐρυπόροιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + πόρος] … Dictionary of Greek
εὐρύπορος — with broad ways masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρύπορον — εὐρύπορος with broad ways masc/fem acc sg εὐρύπορος with broad ways neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυπόροιο — εὐρύπορος with broad ways masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυπόροισι — εὐρύπορος with broad ways masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυπόροισιν — εὐρύπορος with broad ways masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυπόρου — εὐρύπορος with broad ways masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυπόρους — εὐρύπορος with broad ways masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρύποροι — εὐρύπορος with broad ways masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρυ- — (ΑΜ εὐρυ ) α συνθετικό λέξεων το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τις σημασίες: α) πλατύς, εκτεταμένος (πρβλ. εὐρυτενής, εὐρύτιμος) β) μεγάλος, πολύς (εὐρυγάστωρ, εὐρυδίνης, εὐρυμαθής) γ) βαθύς (εὐρυβέρεθρος) δ) ισχυρός (εὐρυσθενής). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek