-
21 εὐρυχωριῶν
-
22 ευρυχωρίαις
-
23 εὐρυχωρίαις
-
24 ευρυχωρίην
-
25 εὐρυχωρίην
-
26 ευρυχωρίης
-
27 εὐρυχωρίης
-
28 στενοχωρία
A narrowness of space, a confined space, Hp.Art.14 (codd., but v. στενυγροχωρίη) σ. τῇ φάρυγγι παρέχειν ib. 41; want of room, by sea or land, Th.2.89, 4.26,30, Pl.Lg. 708b;ὑπὸ στενοχωρίας Id.Tht. 195a
; opp. εὐρυχωρία and ἄνεσις, Plu.2.679f, cf. 182b; σ. βίου the short space of life remaining, Ael.VH2.41;τὸν λόγον ἀπὸ τῆς ἐκεῖ στενοχωρίας εἰς πεδίον ἐξαγάγῃ Lib.Or.64.10
.II metaph., straits, difficulty, ἡ σ. τοῦ ποταμοῦ difficulty of passing the river, X.HG1.3.7, cf. LXX De.28.53, al.; distress, OGI339.103 (Sestos, ii B.C.);ἡ τῆς πόλεως Plb.1.67.1
, etc.;ἡ τοῦ καιροῦ D.C. 39.34
: pl. in 2 Ep.Cor.6.4, PLond.5.1677.11 (vi A.D.); also, narrow limits, prob. in Phld.Rh.2.220 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στενοχωρία
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εὐρυχωρία — εὐρυχωρίᾱ , εὐρυχωρία open space fem nom/voc/acc dual εὐρυχωρίᾱ , εὐρυχωρία open space fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχώρια — neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχωρίᾳ — εὐρυχωρίαι , εὐρυχωρία open space fem nom/voc pl εὐρυχωρίᾱͅ , εὐρυχωρία open space fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρυχωρία — η (ΑΜ εὐρυχωρία, Α και ιων. τ. εὐρυχωρίη) [ευρύχωρος] ευρύς χώρος, εκτεταμένος χώρος, απλωσιά αρχ. 1. ο κενός χώρος στο εξαρθρωμένο μέλος 2. (για εκτεταμένο πεδίο) το κατάλληλο για μάχη 3. (για τη θάλασσα) ανοιχτό και εκτεταμένο μέρος 4. ελεύθερο … Dictionary of Greek
ευρυχωρία — η φαρδύς, διαθέσιμος χώρος, άνεση χώρου, απλοχωριά, άπλα: Έχουμε ευρυχωρία στο σπίτι αυτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐρυχωρίας — εὐρυχωρίᾱς , εὐρυχωρία open space fem acc pl εὐρυχωρίᾱς , εὐρυχωρία open space fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχωρίαι — εὐρυχωρία open space fem nom/voc pl εὐρυχωρίᾱͅ , εὐρυχωρία open space fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχωρίαν — εὐρυχωρίᾱν , εὐρυχωρία open space fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχωριῶν — εὐρυχωρία open space fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχωρίαις — εὐρυχωρία open space fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχωρίη — εὐρυχωρία open space fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)