-
1 ευποιητικούς
-
2 εὐποιητικούς
См. также в других словарях:
εὐποιητικούς — εὐποιητικός disposed to do good masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ευποιητικούς
2 εὐποιητικούς
εὐποιητικούς — εὐποιητικός disposed to do good masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)