-
1 послушный
επ., βρ: -шен, -шна, -юноυπάκουος, ευπειθής• υποταγής, υποτακτικός•ребёнок υπάκουο παιδάκι•
послушный ученик ευπειθής μαθητής.
βλ. податливый (1 σημ.). -
2 послушный
послушныйприл ὑπάκουος, πειθήνιος, εὐπειθής:\послушный ребенок τό ὑπάκουο παιδί. -
3 дисциплинированный
επ. από μτχ.πειθαρχικός, ευπειθής, υπάκουος. -
4 податливый
επ., βρ: -лив, -а, -о.1. ευκολοδουλευτος, καλοδούλευτος, ευκατέργαστος•податливый материал ευκολοδούλευτο υλικό•
-ая глина ευκολοδουλευτος πηλός.
|| εύκαμπτος, ευλύγιστος.2. μτφ. ευάγωγος, ευπειθής, υπάκουος•податливый характер ευάγωγος χαρακτήρας.
-
5 покорный
επ., βρ: -рен, -рна, -рноυπάκουος, υποτακτικός, ευπειθής.εκφρ.слуга. покорный – παλ. ταπεινός σας δούλος. -
6 укоротить
-рочу, -ротишь κ. παλ. укоротитьротишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укороченный, βρ:чен, -а, -оρ.σ.μ.1. βραχύνω, κοντεύω• μικραίνω•укоротить рукава κοντεύω τα μανίκια•
укоротить свои шаги μικραίνω τα βήματα μου.
2. (για χρόνο)• συντομεύω, συντέμνω, κόβω•укоротить срок συντομεύωτην προθεσμία•
укоротить растояние συντομεύω την απόσταση.
3. μτφ. χαλιναγωγώ, σφίγγω τα λουριά, περιορίζω• κάνω ευπειθή.εκφρ.укоротить хвост кому – (απλ.) βλ. 3 σημ. укоротить язык кому (απλ.) υποχρεώνω κάποιον να μιλά λιγότερο ή να μή αυθαδιάζει.1. βραχύνομαι, κοντεύομαι, μικραίνω.2. συντομεύομαι, συντέμνομαι.3. μτφ. χαλιναγωγούμαι, περιορίζομαι• γίνομαι ευπειθής. -
7 шёлковый
κ. шелковыйεπ.1. μεταξωτός, μεταξένιος, μετάξινος•-ое волокно μεταξωτές ίνες•
-ая нить μεταξωτή κλωστή•
-ая материя μεταξωτό ύφασμα•
-ая промышленность μεταξοβιομηχανία•
-ые чулки μεταξωτές κάλτσες.
|| μεταξοειδής•-ые волосы μαλλιά σαν το μετάξι.
2. μτφ. πράος, ήσυχος, υπάκουος, ευπειθής•он стал -ым после выговора αυτός έγινε αρνάκι ύστερα από την τιμωρία.
-
8 Amenable
adj.Docile: P. εὐάγωγος, εὐήνιος, V. εὔαρκτος; see Docile.Amenable to, obedient to: P. and V. εὐπειθής (dat.).Liable: P. and V. ὑπεύθυνος, P. ὑπόδικος, ὑπαίτιος, ἔνοχος.Be amenable to, allow of: P. ἐνδέχεσθαι (acc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Amenable
-
9 Compliant
adj.Obliging: P. and V. εὐχερής.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Compliant
-
10 Convincing
adj.Of arguments: P. ἀναγκαῖος, V. εὐπειθής, πειστήριος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Convincing
-
11 Docile
adj.P. εὐάγωγος, εὐμαθής, εὐήνιος, χειροήθης.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Docile
-
12 Obedient
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Obedient
-
13 Persuasive
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Persuasive
-
14 Telling
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Telling
-
15 Tractable
adj.P. εὐαγωγός, εὐμαθής, εὐήνιος, V. εὔαρκτος, φιλήνιος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tractable
-
16 Winning
adj.Victorious: P. and V. κρείσσων, P. ἐπικρατής, καθυπέρτερος, V. ὑπέρτερος.The winning side: P. and V. οἱ κρείσσονες, οἱ κρατοῦντες.Attractive: P. ἐπαγωγός, προσαγωγός, ἐφολκός.Charming: Ar. and P. χαρίεις, P. εὔχαρις, ἐπίχαρις.Delightful: P. and V. τερπνός, ἡδύς; see Delightful.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Winning
-
17 itaatli
υπάκουος, ευπειθής
См. также в других словарях:
Εὐπείθης — masc acc pl (attic epic doric) Εὐπείθης masc nom/voc pl (doric aeolic) Εὐπείθης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπειθής — ready to obey masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπειθής — ές (ΑΜ εὐπειθής, ές, Α και εὐπιθής) αυτός που πείθεται, που υπακούει πρόθυμα, ο πειθήνιος, ο πειθαρχικός νεοελλ. (το υπερθ. στο τέλος αιτήσεως ή αναφοράς σε δημόσια ή προϊστάμενη αρχή, πριν από την υπογραφή ευπειθέστατος, η με μεγάλη προθυμία, με … Dictionary of Greek
ευπειθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που εύκολα πείθεται, ο πειθήνιος, ο υπάκουος (αντίθ. απειθής) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐπείθης — εὐπειθέω to be disposed to obey imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπειθῆ — εὐπειθής ready to obey neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐπειθής ready to obey masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐπειθής ready to obey masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπειθέστερον — εὐπειθής ready to obey adverbial comp εὐπειθής ready to obey masc acc comp sg εὐπειθής ready to obey neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐπείθει — Εὐπείθης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Εὐπείθεϊ , Εὐπείθης masc dat sg (epic ionic) Εὐπείθης masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπειθεστάτων — εὐπειθής ready to obey fem gen superl pl εὐπειθής ready to obey masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπειθεστέρων — εὐπειθής ready to obey fem gen comp pl εὐπειθής ready to obey masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπειθέα — εὐπειθής ready to obey neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εὐπειθής ready to obey masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)