-
1 ευπετεια
ἥ1) легкостьδι΄ εὐπετείας Eur. и μετ΄ εὐπετείας Plat. — четко, с легкостью;
εὐπετείας διδόναι Plat. — облегчать, оказывать снисхождение2) доступность, возможность свободно пользоваться(γυναικῶν Her.; τροφῆς Xen.; τῶν προθυμουμένων Plat.)
ἀφελέσθαι τινὸς τῆς ἀγορᾶς τέν εὐπέτειαν Plut. — отрезать кому-л. пути к доставке продовольствия
См. также в других словарях:
εὐπετείᾳ — εὐπετείᾱͅ , εὐπέτεια ease fem dat sg (attic doric aeolic) εὐπετείᾱͅ , εὐπέτεια ease fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπέτεια — εὐπέτεια και ιων. τ. εὐπετείη, ἡ (Α) [ευπετής] 1. ευκολία, ευχέρεια 2. αφθονία, περίσσεια 3. αδυναμία, καχεξία, μαρασμός τού σώματος … Dictionary of Greek
εὐπέτεια — ease fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπετείας — εὐπετείᾱς , εὐπέτεια ease fem acc pl εὐπετείᾱς , εὐπέτεια ease fem gen sg (attic doric aeolic) εὐπετείᾱς , εὐπέτεια ease fem acc pl (ionic) εὐπετείᾱς , εὐπέτεια ease fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπετείη — εὐπέτεια ease fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπέτειαν — εὐπέτεια ease fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)