-
81 заигрывать
заигрывать Iнесов разг1. (кокетничать) χαριεντίζομαι, ἐρωτοτροπώ, φλερτάρω·2. (заискивать) προσπαθώ ν' ἀποκτήσω τήν εὐνοια.заигрывать IIнесов разг1. (портить) φθείρω, τρίβω·2. (пьесу, нело-дию) παραπαίζω. -
82 протекция
протекци||яж ἡ προστασία, ἡ ἐΰνοια:оказывать \протекцияю кому́-л. προστατεύω (или ὑποστηρίζω) κάποιον. -
83 εύνοιαι
-
84 εὔνοιαι
-
85 εύνοιαν
-
86 εὔνοιαν
-
87 2133
{сущ., 2}благосклонность, благорасположение, доброжелательность (1Кор. 7:3; Еф. 6:7).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2133
-
88 curry favour
( with with) (to seek (a) favour by flattery: She's currying favour with the boss.) επιδιώκω την εύνοια -
89 stroke
[strəuk] I noun1) (an act of hitting, or the blow given: He felled the tree with one stroke of the axe; the stroke of a whip.) χτύπημα2) (a sudden occurrence of something: a stroke of lightning; an unfortunate stroke of fate; What a stroke of luck to find that money!) χτύπημα,πλήγμα/εύνοια(της τύχης)3) (the sound made by a clock striking the hour: She arrived on the stroke of (= punctually at) ten.) χτύπος ρολογιού4) (a movement or mark made in one direction by a pen, pencil, paintbrush etc: short, even pencil strokes.) κονδυλιά,μολυβιά,πινελιά5) (a single pull of an oar in rowing, or a hit with the bat in playing cricket.) κίνηση,χτύπημα6) (a movement of the arms and legs in swimming, or a particular method of swimming: He swam with slow, strong strokes; Can you do breaststroke/backstroke?) κολυμβητική κίνηση7) (an effort or action: I haven't done a stroke (of work) all day.) στάλα(δουλειά)8) (a sudden attack of illness which damages the brain, causing paralysis, loss of feeling in the body etc.) εγκεφαλική συμφόρηση, εγκεφαλικό•II 1. verb(to rub (eg a furry animal) gently and repeatedly in one direction, especially as a sign of affection: He stroked the cat / her hair; The dog loves being stroked.) χαϊδεύω2. noun(an act of stroking: He gave the dog a stroke.) χάδι -
90 благоволение
[μπλαγκαβαλιένιιε] ουσ. ο. εύνοια -
91 благоволение
[μπλαγκαβαλιένιιε] ουσ ο εύνοια -
92 благосклонность
-и θ.ευμένεια, εύνοια. -
93 везение
-я ουδ.εύνοια της τύχης. -
94 выслужить
-жу, -жишь, ρ.σ.μ.1. συμπληρώνω το χρονικό όριο υπηρεσίας.2. παίρνω σύνταξη.1. παλ. προάγομαι, ιπροβιβά-ζομαι.2. αποκτώ την εύνοια με εξυπηρετήσεις. -
95 дар
-а, πλθ. -ы α.1. δώρο•-ы данайцев τα δώρα των Δαναών•
дар бесценный ανεκτίμητο δώρο.
2. χάρισμα, προίκισμα•природный дар το προίκισμα της φύσης (ταλέντο)•
дивный дар θαυμάσιο ταλέντο.
3. πλθ. -ы, -ов εκκλσ.: святые -ы θεία Μετάληψη.εκφρ.дар слова ή речи, – α) χάρισμα του λόγου•животное не обладает -ом речи – το ζώο στερείται, του χαρίσματος του λόγου, β) ταλέντο του λέγειν (της ευφράδειας)’ -ы фортуны εύνοια της τύχης. -
96 доброжелательность
-и θ.αγαθή προαίρεση, εύνοια, ευμένεια• ευδοκία. -
97 милость
-и θ.1. καλοσύνη, αγαθότητα, φιλανθρωπία. || συμπόνια, οίκτος, λύπη• έλεος, ευσπλαχνία•по -и Божией παλ. ελέω θεού•
по -и ή из -и από οίκτο (λύπη).
|| χάρη•просить -и ζητώ (να μου δοθεί) χάρη.
2. αγαθοεργία, ευεργεσία. || ελεημοσύνη.3. εύνοια, εμπιστοσύνη•быть у кого в -и έχω την εμπιστοσύνη•
выйти из -и χάνω την εμπιστοσύνη.
εκφρ.по -и – α) χάρη σε κάποιον, β) από φταίξιμο κάποιου•ваша милость – η χάρη σας•- ью Божией – παλ. θείο δώρο, θεϊκό χάρισμα (για ταλέντο)•милость просим (прошу) – σας παρακαλώ•сделайте милость – α) κάντε μου τη χάρη. β) παρακαλώ•скажите на милость – πέστε μου παρακαλώ•сдаваться на милость победителя – παραδίνομαι στο έλεος του νικητή. -
98 подбить
подобью, подобьшь, προστκ. подбейρ.σ.μ.1. χτυπώ καρφώνω από κάτω•подковку καρφώνω το πέταλο•
подбить каблуки καρφώνω τα ντακούνια.
2. υπορράπτω, φοδράρω, υπενδύω.3. βλ. запихнуть. || σπρώχνω, ωθώ.4. μτφ. παρακινώ, προτρέπω, παρορμώ, παροτρύνω, υποκινώ.5. χτυπώ από κάτω, ρίχνω κάτω. || βλάπτω, προξενώ βλάβη χτυπώντας, σακατεύω•подбить глаз χτυπώ στο μάτι•
подбить самолт (με βολή) κάνω ζημιά στο αεροπλάνο.
|| πληγώνω, τραυματίζω, λαβώνω.6. (απλ.) βγάζω συμπέρασμα.εκφρ.подбить тсто – (απλ.) κάνω το ζυμάρι πιο σφιχτό ανακατεύω ακόμα μια φορά.1. (για πέλματα ζώων) πληγιάζω (από το πολύ τρέξιμο).2. (απλ.) αποκτώ την εμπιστοσύνη ή την εύνοια κάποιου. || καιροφυλαχτώ, και-ροσκοπω, καραδοκώ εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, δράττομαι της ευκαιρίας. -
99 подольститься
-льщусь, -льстишься ρ.σ. καλοπιάνω, κολακεύω• αποκτώ την εύνοια. -
100 приязнь
-и θ. (γραπ. λόγος) φιλία• εύνοια, καλοσύνη.
См. также в других словарях:
εὐνοία — εὐνοίᾱ , εὔνοια goodwill fem nom/voc/acc dual εὐνοίᾱ , εὔνοια goodwill fem nom/voc/acc dual (ionic) εὐνοίᾱ , εὔνοια goodwill fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) εὐνοΐᾱ , εὔνοια goodwill fem nom/voc/acc dual εὐνοΐᾱ , εὔνοια goodwill fem … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνοίᾳ — εὐνοίᾱͅ , εὔνοια goodwill fem dat sg (attic doric aeolic) εὐνοίᾱͅ , εὔνοια goodwill fem dat sg (attic doric ionic aeolic) εὐνοΐαι , εὔνοια goodwill fem nom/voc pl εὐνοΐᾱͅ , εὔνοια goodwill fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔνοια — goodwill fem nom/voc sg εὔνοιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… … Dictionary of Greek
εύνοια — η 1. ενδιαφέρον, αγαθή διάθεση, προστασία: Έχει την εύνοια του προϊσταμένου του. 2. προτίμηση, μεροληπτικό ενδιαφέρον: Εύνοια της τύχης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐνοίας — εὐνοίᾱς , εὔνοια goodwill fem acc pl εὐνοίᾱς , εὔνοια goodwill fem gen sg (attic doric aeolic) εὐνοίᾱς , εὔνοια goodwill fem acc pl (ionic) εὐνοίᾱς , εὔνοια goodwill fem gen sg (attic doric ionic aeolic) εὐνοΐᾱς , εὔνοια goodwill fem acc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνοίαι — εὐνοίᾱͅ , εὔνοια goodwill fem dat sg (attic doric aeolic) εὐνοίᾱͅ , εὔνοια goodwill fem dat sg (attic doric ionic aeolic) εὐνοΐαι , εὔνοια goodwill fem nom/voc pl εὐνοΐᾱͅ , εὔνοια goodwill fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνοίαν — εὐνοίᾱν , εὔνοια goodwill fem acc sg (attic doric ionic aeolic) εὐνοΐᾱν , εὔνοια goodwill fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔνοι' — εὔνοια , εὔνοια goodwill fem nom/voc sg εὔνοιαι , εὔνοια goodwill fem nom/voc pl εὔνοια , εὔνοιος neut nom/voc/acc pl εὔνοιε , εὔνοιος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνοιῶν — εὔνοια goodwill fem gen pl εὔνοια goodwill fem gen pl (ionic) εὐνοϊῶν , εὔνοια goodwill fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνοίαις — εὔνοια goodwill fem dat pl εὔνοια goodwill fem dat pl (ionic) εὐνοΐαις , εὔνοια goodwill fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)