-
41 εὐνουχιζόμενος
-
42 ευνουχισθήναι
-
43 εὐνουχισθῆναι
-
44 ευνουχισθείσιν
-
45 εὐνουχισθεῖσιν
-
46 ευνουχισθείς
-
47 εὐνουχισθείς
-
48 ευνουχισθησομένους
-
49 εὐνουχισθησομένους
-
50 ευνουχισθώσι
-
51 εὐνουχισθῶσι
-
52 ευνουχισθέν
-
53 εὐνουχισθέν
-
54 ευνουχισθέντας
-
55 εὐνουχισθέντας
-
56 ευνουχισθέντες
-
57 εὐνουχισθέντες
-
58 ευνουχισθέντι
-
59 εὐνουχισθέντι
-
60 ευνουχισθέντος
См. также в других словарях:
εὐνουχίζω — castrate pres subj act 1st sg εὐνουχίζω castrate pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνουχίζω — ευνουχίζω, ευνούχισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ευνουχίζω — και μουνουχίζω (ΑΜ εὐνουχίζω) [ευνούχος] αφαιρώ ή καταστρέφω τους γεννητικούς αδένες κάποιου, καθιστώ κάποιον ευνούχο, στειρώνω («εἰσὶν εὐνοῡχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανών», ΚΔ) αρχ. (μτφ. για τη γη) μεταβάλλω σε… … Dictionary of Greek
ευνουχίζω — ευνούχισα, ευνουχίστηκα, ευνουχισμένος 1. αφαιρώ τους γεννητικούς αδένες (όρχεις) ζώου ή ανθρώπου, αλλ. μουνουχίζω. 2. μτφ., αφαιρώ ικανότητα από κάποιον: Τα ανελεύθερα καθεστώτα ευνουχίζουν τη βούληση των πολιτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐνουχιζομένων — εὐνουχίζω castrate pres part mp fem gen pl εὐνουχίζω castrate pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνουχιζόμενον — εὐνουχίζω castrate pres part mp masc acc sg εὐνουχίζω castrate pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνουχισθέντα — εὐνουχίζω castrate aor part pass neut nom/voc/acc pl εὐνουχίζω castrate aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνουχισάντων — εὐνουχίζω castrate aor part act masc/neut gen pl εὐνουχίζω castrate aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνουχίζει — εὐνουχίζω castrate pres ind mp 2nd sg εὐνουχίζω castrate pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνουχίζοντα — εὐνουχίζω castrate pres part act neut nom/voc/acc pl εὐνουχίζω castrate pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνουχίζουσι — εὐνουχίζω castrate pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) εὐνουχίζω castrate pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)