-
21 ευνέτου
-
22 εὐνέτου
-
23 συνευνέτης
συν-ευνέτης, ὁ, Bettgenosse, Gatte
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ευνέτης — εὐνέτης, ὁ, θηλ. εὐνέτις, ιδος (ΑΜ) [ευνή] ευναστήρ*, σύζυγος («ἐστὲ γὰρ οὐ πειθοῡς εὐνέται, ἀλλὰ βίης», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
εὐνέτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνέται — εὐνέτης masc nom/voc pl εὐνέτᾱͅ , εὐνέτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνέτην — εὐνέτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνέτου — εὐνέτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνέτα — εὐνέτᾱ , εὐνέτης masc nom/voc/acc dual εὐνέτης masc voc sg εὐνέτᾱ , εὐνέτης masc gen sg (doric aeolic) εὐνέτης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνέταν — εὐνέτᾱν , εὐνέτης masc acc sg (epic doric aeolic) εὐνέτης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνέτας — εὐνέτᾱς , εὐνέτης masc acc pl εὐνέτᾱς , εὐνέτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ … Dictionary of Greek