Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εὐνάν

См. также в других словарях:

  • ευνάν — εὐνάν, ᾱνος, ὁ (Α) [ευνή] (για άνδρες) ο σύζυγος …   Dictionary of Greek

  • εὐνάν — εὐνά̱ν , εὐνή bed fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακοινώνητος — η, ο (Α ἀκοινώνητος, ον) και ακοινώνιστος 1. ο μη κοινωνικός, όποιος αποφεύγει την επικοινωνία με τους άλλους 2. ο βάναυσος, ο απάνθρωπος 3. όποιος δεν κοινώνησε, δεν έλαβε τη θεία Μετάληψη «πέθανε ακοινώνητος» μσν. εκείνος που έχει αφοριστεί,… …   Dictionary of Greek

  • ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ …   Dictionary of Greek

  • λιμηρός — (I) λιμηρός, ά όν (Α) πειναλέος, αυτός που προκαλεί πείνα («πρέπει λιμηρὸν ἔρωτα μυθίσδεν τᾷ ματρὶ κατ εὐνὰν ὀρθρευοίσᾷ», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + κατάλ. ηρός (πρβλ. μελετ ηρός, υδατ ηρός)]. (II) λιμηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός πού έχει καλό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»