-
1 παρ-ευνάζομαι
παρ-ευνάζομαι, daneben im Bette liegen; δμωῇσιν, bei den Mägden schlafen, Od. 22, 37; κύνας παρευνασϑέντας τοῖς ϑηρίοις, Poll. 5, 41.
-
2 ἐν-ευνάζομαι
ἐν-ευνάζομαι, darin ruhen, schlafen, δόμοις ἐνευνάσσαντο Nic. frg. 33.
-
3 εὐνάω
εὐνάω, = εὐνάζω, lagern, hinlegen; ἑξείης δ' εὔνησεν ἡμᾶς Od. 4, 440; einschläfern, φρουρὸν ὄφιν Ap. Rh. 4, 87; übertr., beruhigen, stillen, γόον Od. 4, 758; ἐλπίδας πορείης ἀνϑρώποισι Agath. prooem. 87 (IV, 3); χόλον Nonn. D. 13, 276. – Med. mit aor. pass. sich niederlegen, schlafen, Soph. O. C. 1566; Hom. nur aor. pass., vom Beischlaf, ἡ δέ σ' ὑποδδείσασα κελήσεται εὐνηϑῆναι Od. 10, 296; auch in der Vrbdg φιλότητι oder ἐν φιλότητι, auch wie εὐνάζομαι mit dem dat., ϑεὰ βροτῷ εὐνηϑεῖσα, Il. 2, 821. 16, 176; ἐν φιλότητι ϑεὰ ϑεῷ εὐνηϑεῖσα Hes. Th. 380; ϑνητοῖσι παρ' ἀνδράσιν 967; ὀλβίῳ Opp. Cyn. 1, 5, a. sp. D. – Uebertr. von Stürmen, sich legen, ἐκέλευσε εὐνηϑῆναι ἀνέμους, neben παύσασϑαι, Od. 5, 384; ϑυμὸς εὐνηϑείς Soph. fr. 581.
-
4 ἐνευνάζομαι
ἐν-ευνάζομαι, darin ruhen, schlafen -
5 παρευνάζομαι
παρ-ευνάζομαι, daneben im Bette liegen; δμωῇσιν, bei den Mägden schlafen
См. также в других словарях:
ενευνάζομαι — ἐνευνάζομαι (Α) [ευνάζομαι] ξαπλώνω, κατακλίνομαι, κοιμάμαι κάπου … Dictionary of Greek
ευνάζω — εὐνάζω (Α) [ευνή] 1. τοποθετώ κάποιον σε ένα μέρος για ενέδρα («ἔνθα σ ἐγών... εὐνάσω ἑξείης», Ομ. Οδ.) 2. βάζω κάποιον στο κρεβάτι, βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω 3. (για ζώα) βάζω το νεογνό στη φωλιά 4. μτφ. (για θάνατο) καταρρίπτω,… … Dictionary of Greek
παρευνάζομαι — Α 1. κοιμάμαι δίπλα σε κάποιον ή μαζί με κάποιον 2. ενεργ. παρευνάζω βάζω κάποιον να κοιμηθεί δίπλα σε κάποιον ή μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εὐνάζομαι «κοιμάμαι, ξαπλώνω»] … Dictionary of Greek
προσευνάζομαι — Α πλαγιάζω, ξαπλώνω επάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εὐνάζομαι «κατακλίνομαι, πλαγιάζω»] … Dictionary of Greek
υπευνάζομαι — Α ὑπευνῶμαι*, πλαγιάζω προστατευτικά πάνω από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + εὐνάζομαι «πέφτω στο κρεβάτι, πλαγιάζω»] … Dictionary of Greek