-
1 εὐ-μαθής
εὐ-μαθής, ές, 1) leicht lernend, auffassend, begreifend, Ggstz δυςμαϑής, Plat. Rep. VI, 486 c, oft mit μνήμων verbunden, wie VI, 503 c; τινός, Epist. VII, 344 a; πρὸς τὰ λοιπὰ εὐμαϑέστεροι γενήσεσϑε, ihr werdet das Uebrige leichter verstehen, Dem. 24, 17; Sp. – Adv., εὐμαϑῶς παρακολουϑεῖν, d. i. willig, Aesch. 1, 116; ἵνα εὐμενῶς καὶ εὐμαϑέστερον τὴν ἐπίταξιν δέξηται, leichter, williger aufnehmen, Plat. Legg. IV, 723 a. – 2) leicht zu lernen, verständlich, τούτοις ἀμείβου πᾶσιν εὐμαϑές τί μοι Aesch. Eum. 442; φώνημα Soph. Ai. 15, wie σῆμα Tr. 612; εὐμαϑεῖς γίγνονται οἱ λόγοι Aesch. 1, 8; εὔγνωστα καὶ εὐμαϑῆ πάντα παρέχειν Xen. Oec. 20, 14; τάδε σοι εὐμαϑέστερα ὄντα Mem. 1, 2, 35; Folgde.
-
2 εὐμαθής
εὐ-μαθής, ές, (1) leicht lernend, auffassend, begreifend; πρὸς τὰ λοιπὰ εὐμαϑέστεροι γενήσεσϑε, ihr werdet das Übrige leichter verstehen. Adv., εὐμαϑῶς παρακολουϑεῖν, d. i. willig; ἵνα εὐμενῶς καὶ εὐμαϑέστερον τὴν ἐπίταξιν δέξηται, leichter, williger aufnehmen. (2) leicht zu lernen, verständlich
См. также в других словарях:
παρακολουθώ — έω, ΝΜΑ, παρακολουθῶ, άω, Ν 1. ακολουθώ κάποιον ή κάτι από πολύ κοντά, βαδίζω στα ίχνη του («ο σκύλος μάς παρακολουθεί» 2. εμφανίζομαι ως παρεπόμενο, επακολουθώ 3. μτφ. (για ακροατήριο) ακούω κάτι με προσοχή και τό εννοώ, τό καταλαβαίνω (α. «μέ… … Dictionary of Greek