-
1 εὐ-λαβής
εὐ-λαβής, ές, 1) gut, sicher fassend, festhaltend, εὐλαβέστατα καὶ ἐγκρατέστατα κατεῖχεν Ael. H. A. 6, 55, vgl. 3, 13; – pass., leicht zu fassen, πενία εὐλ. καὶ μυρία τὰ ἄγκιστρα ἐξ ἅπαντος τοῦ σώματος ἐκπεφυκότα ἔχουσα Luc. Tim. 29. Gew. – 2) bedächtig anfassend, vorsichtig unternehmend, sich in Acht nehmend; Plat. vrbdt τὰ σωφρόνων ἀρχόντων ἤϑη σφόδρα εὐλαβῆ καὶ δίκαια, Polit. 311 a; σμικρὰ κατάβασις εὐλαβής Legg. V, 736 d, wie wir: ein vorsichtiges Hinabsteigen; τὸ εὐλαβές, die Vorsicht, Gewissenhaftigkeit, Polit. 311 b, wie Sp.; Dem. nennt sich 19, 206 εὐλαβής, während ihn seine Gegner ἄτολμος καὶ δειλὸς πρὸς τοὺς ὄχλο υς nennen; εὐλαβεῖς καὶ πεφυλαγμένοι περὶ τὰς κρίσεις Plut. C. Gracch. 3, öfter; bei K. S. = gottesfürchtig. – Aber auch = ängstlich, schüchtern, καὶ δυςέλπιστος Plut. Fab. 17, öfter; καὶ δειλός Arist. – Adv. vorsichtig, ἀμ ύνεσϑαι Plat. Soph. 246 b; εὐλαβέστερον διακεῖσϑαι πρὸς τὰς ἐπιϑέσεις Pol. 1, 18, 1, a. Sp.; εὐλαβεστέ-ρως, Eur. I. T. 1375.
См. также в других словарях:
εὐλαβῆ — εὐλαβής taking hold well neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐλαβής taking hold well masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐλαβής taking hold well masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλαβῇ — εὐλαβέομαι to be discreet pres subj mp 2nd sg εὐλαβέομαι to be discreet pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλαβῆι — εὐλαβῇ , εὐλαβέομαι to be discreet pres subj mp 2nd sg εὐλαβῇ , εὐλαβέομαι to be discreet pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
благоговѣньныи — (3*) пр. То же, что благоговѣиныи: благоговѣньнии божи иже пришьствиѥ сътворьше. имѣти имоуть беспакостьноѥ и безноужьноѥ. (εὐλαβέστατοι) КЕ XII, 29б; по правиломъ прп(д)бьныихъ оц҃ь и древьнюоумоу обычаю. собою поставлѥни˫а бл҃гоговѣньныихъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευλαβικός — ή, ό [ευλαβής] αυτός που συμπεριφέρεται ή γίνεται με ευλάβεια. επίρρ... ευλαβικώς και ά ευλαβώς, με τρόπο ευλαβή … Dictionary of Greek
ευλαβοτρόπως — εὐλαβοτρόπως (Μ) επίρρ. με ευλαβή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από αμάρτυρο *ευλαβότροπος] … Dictionary of Greek
κέρκος — η (ΑΜ κέρκος) η ουρά τών ζώων, εκτός τών πτηνών («τοῡ ἵππου τὴν κέρκον εἷλκε», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. επιμήκης κεραία προσαρμοσμένη καθέτως πάνω στον ιστό τού επιδρόμου και με κατεύθυνση προς την πρύμνη, κν. ράντα 2. ζωολ. γένος κολεόπτερων… … Dictionary of Greek
πανευλαβής — ές, ΜΑ εξαιρετικά ευλαβής, ευλαβέστατος, ευσεβέστατος. επίρρ... πανευλαβῶς (ΜΑ) με πολύ ευλαβή τρόπο, ευσεβέστατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐλαβής] … Dictionary of Greek
προσκυνητής — ο, ΝΜΑ, τ. θηλ. προσκυνήτρια και προσκυνήτρα, Ν [προσκυνῶ] πιστός που αποδίδει ευλαβή λατρεία και τιμή, ιδίως προς το θείο, αυτός που προσκυνά νεοελλ. 1. πιστός που μεταβαίνει σε ιερό τόπο για προσκύνημα 2. συνεκδ. λάτρης («σήμερα τού ήλιου ο… … Dictionary of Greek
προσκυνώ — άω / προσκυνῶ, έω, ΝΜΑ 1. (κυρίως σχετικά με τον Θεό, τις θεϊκές δυνάμεις και τις υλικές απεικονίσεις τους) προσκλίνω ή γονατίζω με ευλάβεια, εκδηλώνω ευλαβή θρησκευτική λατρεία και σεβασμό (α. «προσκυνήσαμε τον Επιτάφιο» β. «καὶ εὐδοκήσας ὁ… … Dictionary of Greek
φαρισαίος — ο / Φαρισαῑος, ΝΜΑ (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Φαρισαίοι ιουδαϊκή θεοκρατική μερίδα που εμφανίστηκε επί Ιωάννη τού Υρκανού, μεταξύ 135 105 π.Χ., προερχόταν από τους Ασιδαίους και αποτελούνταν από γραμματείς ή νομοδιδασκάλους, εχθρούς τών… … Dictionary of Greek