-
1 ευθυμία
εὐθῡμίᾱ, εὐθυμίαcheerfulness: fem nom /voc /acc dualεὐθῡμίᾱ, εὐθυμίαcheerfulness: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————εὐθῡμίαι, εὐθυμίαcheerfulness: fem nom /voc plεὐθῡμίᾱͅ, εὐθυμίαcheerfulness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 εὐθυμία
1 joyἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63
πρὶν ὀδυνηρὰ γήραος ς[ μ]ολεῖν, πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' Pae. 1.2
pl., moments of joy,εὐθυμιᾶν τε μέτα καὶ πόνων O. 2.34
pro pers., τί ἔρδων φίλος σοί τε, καρτερόβρεντα Κρονίδα, φίλος δὲ Μοίσαις, Εὐθυμίᾳ τε μέλων εἴην fr. 155. -
3 εὐθυμία
Βλ. λ. ευθυμία -
4 εὐθυμίᾳ
Βλ. λ. ευθυμία -
5 εὐθυμία
εὐθῡμ-ία, ἡ,A cheerfulness, contentment, Pi.I.1.63, Pae.1.2, B.16.125, X.Cyr.4.5.7, Philem.96.4, Men.231, etc.: in pl., Pi.O.2.34, X.Cyr.1.3.12, Arist.Pr. 954a25; περὶ εὐθυμίης, title of works by Democritus and Hipparchus Pythagoreus.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθυμία
-
6 ευθυμία
1) frolic2) merriment3) mirthΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ευθυμία
-
7 ευθυμίαι
εὐθῡμίαι, εὐθυμίαcheerfulness: fem nom /voc plεὐθῡμίᾱͅ, εὐθυμίαcheerfulness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
8 εὐθυμίαι
εὐθῡμίαι, εὐθυμίαcheerfulness: fem nom /voc plεὐθῡμίᾱͅ, εὐθυμίαcheerfulness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
9 ευθυμίας
εὐθῡμίᾱς, εὐθυμίαcheerfulness: fem acc plεὐθῡμίᾱς, εὐθυμίαcheerfulness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 εὐθυμίας
εὐθῡμίᾱς, εὐθυμίαcheerfulness: fem acc plεὐθῡμίᾱς, εὐθυμίαcheerfulness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 ευθυμίη
εὐθῡμίη, εὐθυμίαcheerfulness: fem nom /voc sg (epic ionic)——————εὐθῡμίῃ, εὐθυμίαcheerfulness: fem dat sg (epic ionic) -
12 πρίν
a adv., before ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν (Hermann: πρὶν ἔδεκτο cod. πρὶν ἔδεκτο νεότας Bergk) I. 8.68πρὶν ὀδυνηρὰ γήραος ς[ μ]ολεῖν, πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' Pae. 1.2
πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ ἀοιδὰ Δ. 2. 1. τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι Παρθ. 1. 20. c. art.,ἦρ' ωλτ;γτ; φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν P. 11.39
b prep. c. gen., before “ κέχυται Λιβύας εὐρυχόρου σπέρμα πρὶν ὥρας” P. 4.43c conj.I before c. inf.ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν P. 2.92
τὸν μὲν πρὶν τελέσσαι ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ, εἰς Ἀίδα δόμον κατέβα P. 3.9
ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον (post ἑλεῖν distinxerunt codd.: post ἆμαρ Bergk.: sc. γενέσθαι) P. 9.113 ( ἄκων)ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον, αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν N. 7.73
ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν N. 8.19
ἧν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι, καὶ πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51
κρύψεν δ' ἅμ ἵπποις, δουρὶ Περικλυμένου πρὶν νῶτα τυπέντα μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν N. 9.26
ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι I. 4.32
πρὶν ὀδυνηρὰ γήραος ς[ μ]ολεῖν, πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέλτ;γτ;ω νόημ Pae. 1.1
]πρὶν Στυγὸς ὅρκιον ἐς ευ[ Pae. 6.155
bc. ind., untilἐγχώριοι βασιλῆες αἰεί, πρὶν Ὀλυμπιος ἁγεμὼν μίχθη O. 9.57
ἦ πόλλ' ἔπαθεν, πρίν γέ οἱ χαλινὸν Παλλὰς ἤνεγκ O. 13.65
πόρθησε καὶ Μέροπας καὶ τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ, οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους N. 4.28
-
13 ευθυμιάν
-
14 εὐθυμιᾶν
-
15 ευθυμιών
-
16 εὐθυμιῶν
-
17 ευθυμίαις
-
18 εὐθυμίαις
-
19 ευθυμίαν
-
20 εὐθυμίαν
См. также в других словарях:
εὐθυμία — εὐθῡμίᾱ , εὐθυμία cheerfulness fem nom/voc/acc dual εὐθῡμίᾱ , εὐθυμία cheerfulness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυμίᾳ — εὐθῡμίαι , εὐθυμία cheerfulness fem nom/voc pl εὐθῡμίᾱͅ , εὐθυμία cheerfulness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυμία — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις Μαινάδες, που κρατούσε αναμμένη δάδα στο αριστερό χέρι και κύμβαλο στο δεξί. 2. Προσωποποίηση της ομώνυμης κατάστασης, δηλαδή της χαρούμενης διάθεσης. Βάθρο αγάλματός της βρέθηκε στις Eρυθρές της Μικράς… … Dictionary of Greek
ευθυμία — η 1. το να είναι κανείς εύθυμος, χαρούμενος. 2. χαρούμενη ψυχική κατάσταση. 3. ευδιαθεσία εξαιτίας μέθης: Ήπιε λίγο και ήρθε σε ευθυμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αγία Ευθυμία — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 597 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άμφισσας … Dictionary of Greek
ЭВТЮМИЯ — ЭВТЮМИЯ (греч. εὐθυμία, от εὐ благо, θυμός дух): «хорошее расположение духа», «благодушие» один из терминов, изобретенных Демокритом для обозначения счастья: «счастье же он называет и эвтюмией, и благосостоянием (εύεστώ), и гармонией, и… … Античная философия
Agia Efthymia — Αγία Ευθυμία Location … Wikipedia
благодоушиѥ — БЛАГОДОУШИ|Ѥ (11), ˫А с. Спокойствие, радость: и нимъ ||=вс˫а скьрбьна˫а. съ бл҃год҃шиѥмь. д҃ши тьрп˫аахоу. (σὺν εὐϑυμίᾳ ψυχῆς) ЖФСт XII, 68 об. 69; его же ради пришьдъ... срачицю съ бл҃год҃шиѥмь д҃шевьнымь съвлѣкоуща. и плъть дающа на биѥниѥ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευθυμώ — (ΑΜ εὐθυμῶ, έω) [εύθυμος] είμαι εύθυμος, βρίσκομαι σε εύθυμη, σε χαρούμενη κατάσταση νεοελλ. βρίσκομαι σε ελαφρά μέθη («ήπιε λίγο κρασί και ευθύμησε») μσν. 1. χαίρομαι 2. ξενοιάζω αρχ. 1. κάνω κάποιον εύθυμο, προκαλώ ευθυμία σε κάποιον 2. παθ.… … Dictionary of Greek
εύθυμος — η, ο (ΑΜ εὔθυμος, ον) 1. αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση, ο ευδιάθετος 2. αυτός που προκαλεί ευθυμία, ο αστείος («εύθυμα λόγια») νεοελλ. αυτός που βρίσκεται σε ελαφρά μέθη, ο κεφάτος μσν. γενναίος («ἄπιθι, τέκνον εὔθυμον, μὴ δειλιάσεις ὅλως»,… … Dictionary of Greek
κέφι — το 1. καλή διάθεση, ευδιαθεσία, όρεξη («δεν έχω κέφι σήμερα») 2. η κατάσταση αυτού που βρίσκεται στην αρχή μέθης, ευθυμία («ήλθε στο κέφι») 3. φρ. α) «κάνω κέφι» ή «έρχομαι στο κέφι» ευθυμώ, διασκεδάζω, είμαι ελαφρώς μεθυσμένος β) «τόν κάνω κέφι» … Dictionary of Greek