Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

εὐθυμία

См. также в других словарях:

  • εὐθυμία — εὐθῡμίᾱ , εὐθυμία cheerfulness fem nom/voc/acc dual εὐθῡμίᾱ , εὐθυμία cheerfulness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθυμίᾳ — εὐθῡμίαι , εὐθυμία cheerfulness fem nom/voc pl εὐθῡμίᾱͅ , εὐθυμία cheerfulness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθυμία — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις Μαινάδες, που κρατούσε αναμμένη δάδα στο αριστερό χέρι και κύμβαλο στο δεξί. 2. Προσωποποίηση της ομώνυμης κατάστασης, δηλαδή της χαρούμενης διάθεσης. Βάθρο αγάλματός της βρέθηκε στις Eρυθρές της Μικράς… …   Dictionary of Greek

  • ευθυμία — η 1. το να είναι κανείς εύθυμος, χαρούμενος. 2. χαρούμενη ψυχική κατάσταση. 3. ευδιαθεσία εξαιτίας μέθης: Ήπιε λίγο και ήρθε σε ευθυμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αγία Ευθυμία — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 597 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άμφισσας …   Dictionary of Greek

  • ЭВТЮМИЯ —     ЭВТЮМИЯ (греч. εὐθυμία, от εὐ благо, θυμός дух): «хорошее расположение духа», «благодушие» один из терминов, изобретенных Демокритом для обозначения счастья: «счастье же он называет и эвтюмией, и благосостоянием (εύεστώ), и гармонией, и… …   Античная философия

  • Agia Efthymia — Αγία Ευθυμία Location …   Wikipedia

  • благодоушиѥ — БЛАГОДОУШИ|Ѥ (11), ˫А с. Спокойствие, радость: и нимъ ||=вс˫а скьрбьна˫а. съ бл҃год҃шиѥмь. д҃ши тьрп˫аахоу. (σὺν εὐϑυμίᾳ ψυχῆς) ЖФСт XII, 68 об. 69; его же ради пришьдъ... срачицю съ бл҃год҃шиѥмь д҃шевьнымь съвлѣкоуща. и плъть дающа на биѥниѥ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ευθυμώ — (ΑΜ εὐθυμῶ, έω) [εύθυμος] είμαι εύθυμος, βρίσκομαι σε εύθυμη, σε χαρούμενη κατάσταση νεοελλ. βρίσκομαι σε ελαφρά μέθη («ήπιε λίγο κρασί και ευθύμησε») μσν. 1. χαίρομαι 2. ξενοιάζω αρχ. 1. κάνω κάποιον εύθυμο, προκαλώ ευθυμία σε κάποιον 2. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • εύθυμος — η, ο (ΑΜ εὔθυμος, ον) 1. αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση, ο ευδιάθετος 2. αυτός που προκαλεί ευθυμία, ο αστείος («εύθυμα λόγια») νεοελλ. αυτός που βρίσκεται σε ελαφρά μέθη, ο κεφάτος μσν. γενναίος («ἄπιθι, τέκνον εὔθυμον, μὴ δειλιάσεις ὅλως»,… …   Dictionary of Greek

  • κέφι — το 1. καλή διάθεση, ευδιαθεσία, όρεξη («δεν έχω κέφι σήμερα») 2. η κατάσταση αυτού που βρίσκεται στην αρχή μέθης, ευθυμία («ήλθε στο κέφι») 3. φρ. α) «κάνω κέφι» ή «έρχομαι στο κέφι» ευθυμώ, διασκεδάζω, είμαι ελαφρώς μεθυσμένος β) «τόν κάνω κέφι» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»