-
1 εὐθνήσιμος
εὐ-θνήσιμος, leicht sterbend, αἱμάτων εὐϑνησί. μων ἀποῤῥυέντων, da das Blut im leichten Tode ausströmte
См. также в других словарях:
ευθνήσιμος — εὐθνήσιμος, ον (Α) αυτός που πεθαίνει με εύκολο θάνατο, ο ευθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θνήσιμος < θνῄσκω] … Dictionary of Greek
εὐθνησίμων — εὐθνήσιμος in masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)