-
1 ευεργεσια
ион. εὐεργεσίη ἥ1) доброе дело2) благодеяние, услуга(εὐεργεσίαι καὴ χάριτες Plut.)
εὐεργεσίαν ποιεῖν Her., προσφέρειν Plat., προέσθαι Xen., καταθέσθαι Thuc. (ἔς и πρός τινα) — оказывать услугу3) звание благодетеля(εὐεργεσίαν ψηφίζεσθαί τινι Dem.; ср. εὐεργέτης 2)
См. также в других словарях:
εὐεργεσίαι — εὐεργεσία well doing fem nom/voc pl εὐεργεσίᾱͅ , εὐεργεσία well doing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργεσίᾳ — εὐεργεσίαι , εὐεργεσία well doing fem nom/voc pl εὐεργεσίᾱͅ , εὐεργεσία well doing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευεργεσία — η (ΑΜ εὐεργεσία, Α και ιων. τ. εὐεργεσίη) [ευεργέτης] 1. η καλή πράξη (σε αντίθεση με την κακή), η αγαθοεργία 2. καλή και ωφέλιμη πράξη για χάρη κάποιου, η ενέργεια που γίνεται με αγαθό σκοπό μσν. 1. παραχώρηση, προνόμιο, αμοιβή 2. εύνοια, χάρη… … Dictionary of Greek