-
1 ευεργεσία
bienfait
См. также в других словарях:
εὐεργεσία — εὐεργεσίᾱ , εὐεργεσία well doing fem nom/voc/acc dual εὐεργεσίᾱ , εὐεργεσία well doing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργεσίᾳ — εὐεργεσίαι , εὐεργεσία well doing fem nom/voc pl εὐεργεσίᾱͅ , εὐεργεσία well doing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευεργεσία — η (ΑΜ εὐεργεσία, Α και ιων. τ. εὐεργεσίη) [ευεργέτης] 1. η καλή πράξη (σε αντίθεση με την κακή), η αγαθοεργία 2. καλή και ωφέλιμη πράξη για χάρη κάποιου, η ενέργεια που γίνεται με αγαθό σκοπό μσν. 1. παραχώρηση, προνόμιο, αμοιβή 2. εύνοια, χάρη… … Dictionary of Greek
ευεργεσία — η πράξη αγαθή, προσφορά μεγάλης αξίας χωρίς ανταμοιβή, αγαθοεργία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐεργεσίας — εὐεργεσίᾱς , εὐεργεσία well doing fem acc pl εὐεργεσίᾱς , εὐεργεσία well doing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργεσίαι — εὐεργεσία well doing fem nom/voc pl εὐεργεσίᾱͅ , εὐεργεσία well doing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργεσιάων — εὐεργεσιά̱ων , εὐεργεσία well doing fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργεσίαν — εὐεργεσίᾱν , εὐεργεσία well doing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργεσιᾶν — εὐεργεσία well doing fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργεσιῶν — εὐεργεσία well doing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργεσίαις — εὐεργεσία well doing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)