-
1 ευεργέτημα
-
2 εὐεργέτημα
-
3 εὐεργέτημα
-ατος τό N 3 0-0-0-0-1=1 2 Mc 5,20service done, benefit, kindness -
4 εὐεργέτημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεργέτημα
-
5 ευεργετήματ'
εὐεργετήματα, εὐεργέτημαservice done: neut nom /voc /acc plεὐεργετήματι, εὐεργέτημαservice done: neut dat sgεὐεργετήματε, εὐεργέτημαservice done: neut nom /voc /acc dual -
6 εὐεργετήματ'
εὐεργετήματα, εὐεργέτημαservice done: neut nom /voc /acc plεὐεργετήματι, εὐεργέτημαservice done: neut dat sgεὐεργετήματε, εὐεργέτημαservice done: neut nom /voc /acc dual -
7 ευεργέτημ'
εὐεργέτημα, εὐεργέτημαservice done: neut nom /voc /acc sgεὐεργέτημαι, εὐεργετέωto be a benefactor: perf ind mp 1st sg -
8 εὐεργέτημ'
εὐεργέτημα, εὐεργέτημαservice done: neut nom /voc /acc sgεὐεργέτημαι, εὐεργετέωto be a benefactor: perf ind mp 1st sg -
9 ευεργετημάτων
-
10 εὐεργετημάτων
-
11 ευεργετήμασι
-
12 εὐεργετήμασι
-
13 ευεργετήμασιν
-
14 εὐεργετήμασιν
-
15 ευεργετήματα
-
16 εὐεργετήματα
-
17 ευεργετήματι
-
18 εὐεργετήματι
-
19 ευεργετήματος
-
20 εὐεργετήματος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εὐεργέτημα — service done neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευεργέτημα — Το αποτέλεσμα της ευεργεσίας, η χάρη, μια ωφέλιμη και γενικά καλή πράξη. Ο όρος χρησιμοποιείται και στη νομική γλώσσα αλλά με διαφορετικές έννοιες, ανάλογα με τις περιπτώσεις. Στο μεσαιωνικό δίκαιο ο όρος ε. δήλωνε την παραχώρηση της κάρπωσης… … Dictionary of Greek
ευεργέτημα — το, ατος 1. το αποτέλεσμα του ευεργετώ, χρήσιμη παροχή, προσφορά σημαντική. 2. (νομ.), δικαίωμα που παρέχεται με νόμο σε ορισμένα άτομα ή νομικά πρόσωπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐεργέτημ' — εὐεργέτημα , εὐεργέτημα service done neut nom/voc/acc sg εὐεργέτημαι , εὐεργετέω to be a benefactor perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργετημάτων — εὐεργέτημα service done neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργετήμασι — εὐεργέτημα service done neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργετήμασιν — εὐεργέτημα service done neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργετήματα — εὐεργέτημα service done neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργετήματι — εὐεργέτημα service done neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργετήματος — εὐεργέτημα service done neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργετήματ' — εὐεργετήματα , εὐεργέτημα service done neut nom/voc/acc pl εὐεργετήματι , εὐεργέτημα service done neut dat sg εὐεργετήματε , εὐεργέτημα service done neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)