-
1 bliss
ευδαιμονία -
2 felicity
ευδαιμονία -
3 mutluluk
ευδαιμονία, ευημερία -
4 благодать
благодатьж ἡ εὐδαιμονία, ἡ εὐλογία:какая \благодать! τί παράδεισος!, τί εὐλογία! -
5 благоденствие
благоденств||иес уст. ἡ εὐδαιμονία, ἡ εὐημερία, ἡ εὐζωΐα. -
6 благополучие
благополу́ч||иес ἡ εὐημερία, ἡ εὐδαιμονία/ ἡ εὐτυχία (счастье). -
7 блажеиство
блажеи||ствос ἡ μακαριότητα [-ης], ἡ εὐτυχία, ἡ εὐδαιμονία-◊ быть на верху́ \блажеиствоства πλέω σέ πελάγη εὐτυχίας. -
8 неизъяснимый
неизъясни́м||ыйприл ἀνέκφραστος, ἀνεκλάλητος, ἀφατος:\неизъяснимыйое блаженство ἡ ἀνέκφραστη εὐδαιμονία· \неизъяснимыйое горе ἡ ἀφατος λύπη. -
9 общий
общ||ийприл1. κοινός, γενικός:\общийее дело ἡ κοινή ὑπόθεση· \общийие интересы τά κοινά συμφέροντα· \общийее благо τό κοινό καλό, ἡ γενική εὐδαιμονία· \общий язык ἡ κοινή γλώσσα· \общийие расходы ἡ συνολική δαπάνη, τά κοινά ἔξοδα· \общийая черта τό κοινό χαρακτηριστικό· \общийее правило ὁ γενικός κανόνας· к \общийему удивлению προς γενικήν ἐκπληξιν, εἰς ἔκπληξιν ὅλων· с \общийего согласия μέ κοινή συγκατάθεση· \общийимн усилиями μέ κοινές προσπάθειες·2. (совокупный) ὁλικός, συνολικός:\общийая сумма τό ὁλικό (или τό συνολικό) ποσό· \общий итог τό σύνολο, τό γενικόν ἀθροισμα· ◊ \общийее впечатление ἡ γενική ἐντύπωση· \общийее место а) ὁ κοινός τόπος, б) ἡ κοινοτοπία (банальность)· \общийее образование ἡ γενική μόρφωση· \общийее собрание ἡ γενική συνέλευση· места́ \общийего пользования οἱ κοινοί χώροι, τά δημόσια μέρη· в \общийих чертах σέ γενικές γραμμές· в \общийем (в итоге) ἐν τέλει· в \общийем и целом γενικώς, γενικά, ἐν γένει· в \общийей сложности συνολικά, ἐν συνόλω· не иметь ничего́ \общийего δέν ἔχω τίποτε τό κοινό· \общий наибольший делитель мат ὁ μέγιστος κοινός διαιρέτης· \общийее наименьшее кратное мат τό ἐλάχιστο κοινό πολλαπλάσιο. -
10 blessedness
[-sid-]noun ευδαιμονία, μακαριότητα -
11 bliss
[blis](very great happiness: the bliss of a young married couple.) ευδαιμονία, μακαριότητα- blissful- blissfully -
12 благоденствие
[μπλαγκαντιένστβιιε] ουσ. ο. ευδαιμονία -
13 благоденствие
[μπλαγκαντιένστβιιε] ουσ ο ευδαιμονία -
14 благодать
-и θ.παλ. ευδαιμονία, ευτυχία, ευημερία, τα καλά του θεού•какая у вас тут -! τι ευτυχισμένοι που είστε!
εκφρ.благодать в доме – αφθονία αγαθών στο σπίτι, ευλογία θεού. -
15 благополучие
-я ουδ.ζωή ευτυχισμένη (αίσια). || ευδαιμονία, ευτυχία. || ευπραγία, ευπραξία, ευδοκία. -
16 блаженство
-а ουδ.υπέρτατη ευδαιμονία, ολβιότητα, μακαριότητα.εκφρ.быть наверху -а – άφθαστη καλοπέραση, ζωή χαρισάμενη. -
17 бытие
-я ουδ.1. (φιλοσ.) η ύπαρξη, η αντικειμενικότητα, το είναι.2. το σύνολο των υλικών αγαθών, το είναι•общественное определяет сознание το κοινωνικό είναι καθορίζει τη συνείδηση.
3. ζωή, βίος, διαβίωση, βιότευση•скоро кончится его счастливое бытие γρήγορα θα τελειώσει η ευδαιμονία του.
-
18 нега
-и θ.ευδαιμονία, πλούτος μακαριότητα. || αγαλλίαση, ευφροσύνη• ψυχική ηρεμία. || τρυφερότητα, περιπάθεια. -
19 неизъяснимый
επ., βρ: -ним, -а, -оαπερίγραπτος, ανομολόγητος, ανεκδιήγητος ανέκφραστος•-ая грусть απερίγραπτη θλίψη•
-ое блаженство ανομολόγητη ευδαιμονία.
-
20 плавать
ρ.δ.1. βλ. плыть (1, 2 σημ.) με τη διαφορά ότι εδώ σημαίνει ενέργεια επαναλαμβανόμενη προς διάφορες κατευθύνσεις.2. κολυμβώ, πλέω•я не умею плавать εγώ δεν ξέρω κολύμπι (να κολυμπώ).
|| επιπλέω•дерево -ет на воде το ξύλο επιπλέει στο νερό.
3. υπηρετώ στα πλοία,4. μτφ. απολαβαίνω πλήρως•плавать в блаженстве πλέω στην ευδαιμονία.
5. μτφ. πελαγώνω, τα χάνω•плавать на экзаменах πελαγώνω στις εξετάσεις.
εκφρ.плавать в крови – πλέω στο αίμα, είμαι αιμόφυρτος, καθημαγμένος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εὐδαιμονία — εὐδαιμονίᾱ , εὐδαιμονία prosperity fem nom/voc/acc dual εὐδαιμονίᾱ , εὐδαιμονία prosperity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδαιμονίᾳ — εὐδαιμονίαι , εὐδαιμονία prosperity fem nom/voc pl εὐδαιμονίᾱͅ , εὐδαιμονία prosperity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδαιμονία — η (ΑΜ εὐδαιμονία, Α και ιων. τ. εὐδαιμονίη) [ευδαίμων] 1. καλή τύχη, ευτυχία 2. υλική ευημερία, ευμάρεια … Dictionary of Greek
ευδαιμονία — η πλούτος, αγαθών αφθονία, ευτυχία, καλοπέραση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐδαιμονίας — εὐδαιμονίᾱς , εὐδαιμονία prosperity fem acc pl εὐδαιμονίᾱς , εὐδαιμονία prosperity fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδαιμονίαι — εὐδαιμονία prosperity fem nom/voc pl εὐδαιμονίᾱͅ , εὐδαιμονία prosperity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδαιμονίαν — εὐδαιμονίᾱν , εὐδαιμονία prosperity fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδαιμονίαις — εὐδαιμονία prosperity fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδαιμονίη — εὐδαιμονία prosperity fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδαιμονίην — εὐδαιμονία prosperity fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδαιμονίης — εὐδαιμονία prosperity fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)