Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

εὐδαιμονία

  • 1 bliss

    ευδαιμονία

    English-Greek new dictionary > bliss

  • 2 felicity

    ευδαιμονία

    English-Greek new dictionary > felicity

  • 3 mutluluk

    ευδαιμονία, ευημερία

    Türkçe-Yunanca Sözlük > mutluluk

  • 4 благодать

    благодать
    ж ἡ εὐδαιμονία, ἡ εὐλογία:
    какая \благодать! τί παράδεισος!, τί εὐλογία!

    Русско-новогреческий словарь > благодать

  • 5 благоденствие

    благоденств||ие
    с уст. ἡ εὐδαιμονία, ἡ εὐημερία, ἡ εὐζωΐα.

    Русско-новогреческий словарь > благоденствие

  • 6 благополучие

    благополу́ч||ие
    с ἡ εὐημερία, ἡ εὐδαιμονία/ ἡ εὐτυχία (счастье).

    Русско-новогреческий словарь > благополучие

  • 7 блажеиство

    блажеи||ство
    с ἡ μακαριότητα [-ης], ἡ εὐτυχία, ἡ εὐδαιμονία-◊ быть на верху́ \блажеиствоства πλέω σέ πελάγη εὐτυχίας.

    Русско-новогреческий словарь > блажеиство

  • 8 неизъяснимый

    неизъясни́м||ый
    прил ἀνέκφραστος, ἀνεκλάλητος, ἀφατος:
    \неизъяснимыйое блаженство ἡ ἀνέκφραστη εὐδαιμονία· \неизъяснимыйое горе ἡ ἀφατος λύπη.

    Русско-новогреческий словарь > неизъяснимый

  • 9 общий

    общ||ий
    прил
    1. κοινός, γενικός:
    \общийее дело ἡ κοινή ὑπόθεση· \общийие интересы τά κοινά συμφέροντα· \общийее благо τό κοινό καλό, ἡ γενική εὐδαιμονία· \общий язык ἡ κοινή γλώσσα· \общийие расходы ἡ συνολική δαπάνη, τά κοινά ἔξοδα· \общийая черта τό κοινό χαρακτηριστικό· \общийее правило ὁ γενικός κανόνας· к \общийему удивлению προς γενικήν ἐκπληξιν, εἰς ἔκπληξιν ὅλων· с \общийего согласия μέ κοινή συγκατάθεση· \общийимн усилиями μέ κοινές προσπάθειες·
    2. (совокупный) ὁλικός, συνολικός:
    \общийая сумма τό ὁλικό (или τό συνολικό) ποσό· \общий итог τό σύνολο, τό γενικόν ἀθροισμα· ◊ \общийее впечатление ἡ γενική ἐντύπωση· \общийее место а) ὁ κοινός τόπος, б) ἡ κοινοτοπία (банальность)· \общийее образование ἡ γενική μόρφωση· \общийее собрание ἡ γενική συνέλευση· места́ \общийего пользования οἱ κοινοί χώροι, τά δημόσια μέρη· в \общийих чертах σέ γενικές γραμμές· в \общийем (в итоге) ἐν τέλει· в \общийем и целом γενικώς, γενικά, ἐν γένει· в \общийей сложности συνολικά, ἐν συνόλω· не иметь ничего́ \общийего δέν ἔχω τίποτε τό κοινό· \общий наибольший делитель мат ὁ μέγιστος κοινός διαιρέτης· \общийее наименьшее кратное мат τό ἐλάχιστο κοινό πολλαπλάσιο.

    Русско-новогреческий словарь > общий

  • 10 blessedness

    [-sid-]
    noun ευδαιμονία, μακαριότητα

    English-Greek dictionary > blessedness

  • 11 bliss

    [blis]
    (very great happiness: the bliss of a young married couple.) ευδαιμονία, μακαριότητα
    - blissfully

    English-Greek dictionary > bliss

  • 12 благоденствие

    [μπλαγκαντιένστβιιε] ουσ. ο. ευδαιμονία

    Русско-греческий новый словарь > благоденствие

  • 13 благоденствие

    [μπλαγκαντιένστβιιε] ουσ ο ευδαιμονία

    Русско-эллинский словарь > благоденствие

  • 14 благодать

    θ.
    παλ. ευδαιμονία, ευτυχία, ευημερία, τα καλά του θεού•

    какая у вас тут -! τι ευτυχισμένοι που είστε!

    εκφρ.
    благодать в доме – αφθονία αγαθών στο σπίτι, ευλογία θεού.

    Большой русско-греческий словарь > благодать

  • 15 благополучие

    ουδ.
    ζωή ευτυχισμένη (αίσια). || ευδαιμονία, ευτυχία. || ευπραγία, ευπραξία, ευδοκία.

    Большой русско-греческий словарь > благополучие

  • 16 блаженство

    ουδ.
    υπέρτατη ευδαιμονία, ολβιότητα, μακαριότητα.
    εκφρ.
    быть наверху -а – άφθαστη καλοπέραση, ζωή χαρισάμενη.

    Большой русско-греческий словарь > блаженство

  • 17 бытие

    ουδ.
    1. (φιλοσ.) η ύπαρξη, η αντικειμενικότητα, το είναι.
    2. το σύνολο των υλικών αγαθών, το είναι•

    общественное определяет сознание το κοινωνικό είναι καθορίζει τη συνείδηση.

    3. ζωή, βίος, διαβίωση, βιότευση•

    скоро кончится его счастливое бытие γρήγορα θα τελειώσει η ευδαιμονία του.

    Большой русско-греческий словарь > бытие

  • 18 нега

    θ.
    ευδαιμονία, πλούτος μακαριότητα. || αγαλλίαση, ευφροσύνη• ψυχική ηρεμία. || τρυφερότητα, περιπάθεια.

    Большой русско-греческий словарь > нега

  • 19 неизъяснимый

    επ., βρ: -ним, -а, -о
    απερίγραπτος, ανομολόγητος, ανεκδιήγητος ανέκφραστος•

    -ая грусть απερίγραπτη θλίψη•

    -ое блаженство ανομολόγητη ευδαιμονία.

    Большой русско-греческий словарь > неизъяснимый

  • 20 плавать

    ρ.δ.
    1. βλ. плыть (1, 2 σημ.) με τη διαφορά ότι εδώ σημαίνει ενέργεια επαναλαμβανόμενη προς διάφορες κατευθύνσεις.
    2. κολυμβώ, πλέω•

    я не умею плавать εγώ δεν ξέρω κολύμπι (να κολυμπώ).

    || επιπλέω•

    дерево -ет на воде το ξύλο επιπλέει στο νερό.

    3. υπηρετώ στα πλοία,
    4. μτφ. απολαβαίνω πλήρως•

    плавать в блаженстве πλέω στην ευδαιμονία.

    5. μτφ. πελαγώνω, τα χάνω•

    плавать на экзаменах πελαγώνω στις εξετάσεις.

    εκφρ.
    плавать в крови – πλέω στο αίμα, είμαι αιμόφυρτος, καθημαγμένος.

    Большой русско-греческий словарь > плавать

См. также в других словарях:

  • εὐδαιμονία — εὐδαιμονίᾱ , εὐδαιμονία prosperity fem nom/voc/acc dual εὐδαιμονίᾱ , εὐδαιμονία prosperity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδαιμονίᾳ — εὐδαιμονίαι , εὐδαιμονία prosperity fem nom/voc pl εὐδαιμονίᾱͅ , εὐδαιμονία prosperity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευδαιμονία — η (ΑΜ εὐδαιμονία, Α και ιων. τ. εὐδαιμονίη) [ευδαίμων] 1. καλή τύχη, ευτυχία 2. υλική ευημερία, ευμάρεια …   Dictionary of Greek

  • ευδαιμονία — η πλούτος, αγαθών αφθονία, ευτυχία, καλοπέραση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐδαιμονίας — εὐδαιμονίᾱς , εὐδαιμονία prosperity fem acc pl εὐδαιμονίᾱς , εὐδαιμονία prosperity fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδαιμονίαι — εὐδαιμονία prosperity fem nom/voc pl εὐδαιμονίᾱͅ , εὐδαιμονία prosperity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδαιμονίαν — εὐδαιμονίᾱν , εὐδαιμονία prosperity fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδαιμονίαις — εὐδαιμονία prosperity fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδαιμονίη — εὐδαιμονία prosperity fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδαιμονίην — εὐδαιμονία prosperity fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδαιμονίης — εὐδαιμονία prosperity fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»