-
1 εὐ-δία
εὐ-δία, ἡ (εὔδιος), stilles, heiteres Wetter, ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος Pind. I. 6, 38 (vgl. Xen. Hell. 2, 4, 14 ἐν εὐδίᾳ χειμῶνα ποιοῦσι); μελιτόεσσαν εὐδίαν ἔχει Ol. 1, 68; übertr., wie πόλις ἐν εὐδίᾳ Aesch. Spt. 777; Xen. An.5, 8, 10 u. Sp.; ἔν γε χειμῶσι καὶ ἐν εὐδίαις Plat. Legg. XII, 96 e; εὐδίας, bei stillem, heiterm Wetter, Arist. H. A. 8, 12; Plut. oft mit γαλήνη verbunden; von Heiterkeit des Gemüthes, wie auch σώματος, der nicht von Krankheit zerstörte, gesunde Zustand, Plut. Consol. ad Apoll. 362.
См. также в других словарях:
ευδία — και βδία και βιδιά, η (Α εὐδία, ιων. τ. εὐδίη) αίθριος και γλυκός καιρός, καλοκαιρία («ἐκ χειμῶνος εὐδία», Πίνδ.) αρχ. 1. ηρεμία, ησυχία, γαλήνη («ἐν εὐδίᾳ γὰρ ὁρῶ ὑμᾱς», Αισχύλ.) 2. φρ. «σαρκὸς εὐδία» καλή κατάσταση τού σώματος («εἰς ἔμ᾿ εὐδίαν… … Dictionary of Greek