Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εἶναι+παρά+τινι

  • 21 προσηκω

        дор. ποθήκω
        1) приходить
        

    (ὡς φίλοι Soph.)

        χρεία προσήκει Aesch.это необходимо

        2) доходить, достигать, простираться
        

    (ἐπὴ τὸν ποταμόν, πρὸς τὸ ἱερόν Xen.)

        ἐνταῦθ΄ ἐλπίδος προσήκομεν Eur.вот (и все) на что мы можем рассчитывать

        3) касаться, относиться
        τὰ τοῦ πράγματος προσήκοντα Plat. — то, что имеет отношение к делу;
        εἰ δὲ τῷ ξένῳ τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι συγγενές Soph.если же у этого иноземца есть что-л. общего с Лаием;
        (τὰ σκεύη) ὅσα τριήρεσιν προσήκει Plat. — оснащение, необходимое для триер;
        ἐν τούτῳ προσήκετε ἡμῖν τὰ μέγιστα Thuc. — в этом отношении ваша судьба нас весьма близко касается;
        οὐ προσήκομεν κολάζειν τοῖσδε Eur. — не им (= аргосцам) наказывать нас;
        τοὺς προσήκοντας συμμάχους κολάζειν Thuc. (каждому) налагать кару на своих союзников;
        τέν προσήκουσαν σωτηρίαν ἐκπορίζεσθαι Thuc.заботиться о своем собственном спасения

        4) (преимущ. impers. и part.) приличествовать, подобать
        βελτίονί σοι προσήκει γενέσθαι ἐμοὴ πειθομένῳ Plat. — лучше тебе послушаться меня;
        τούτους γὰρ προσήκει τῶν πόλεων ἄρχειν Plat. — им то и подобает управлять государствами;
        τὸ προσῆκον ἐκάστῳ ἀποδιδόναι Plat. — воздавать каждому должное;
        τὰ προσήκοντα πράττειν περὴ ἀνθρώπους Plat. — делать должное по отношению к людям;
        λόγοι προσήκοντες τὰ μάλιστα ἀκούειν νέοις Plat. — речи, наиболее подходящие для ушей молодежи;
        οὐκ ἐκ προσηκόντων Thuc. — как совсем не подобает;
        παρὰ τὸ προσῆκον Plat. — некстати, без надобности

        5) (преимущ. part.) быть в родстве
        

    πατέρες, ἀδελφοὴ καὴ ἄλλοι οἱ προσήκοντες Plat. — отцы, братья и прочие родственники;

        οἱ προσήκοντές τινι Her., Xen. или τινος Lys., Thuc. чьи-л. — родственники;
        αἱ προσήκουσαι ἀρεταί Thuc.доставшиеся от предков (т.е. наследственные) доблести;
        οἱ προσήκοντες γένει Eur., κατὰ γένος или διὰ συγγένειαν Plut.кровные родственники

    Древнегреческо-русский словарь > προσηκω

См. также в других словарях:

  • πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

  • τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο …   Dictionary of Greek

  • υπολαμβάνω — ὑπολαμβάνω ΝΜΑ [λαμβάνω] 1. διακόπτω κάποιον που μιλάει, παίρνω τον λόγο και απαντώ (α. «και τότε υπέλαβε εκείνος τον λόγο και είπε...» β. «οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ὑπελάμβανον οὐ χρεὼν εἶναι αὐτοῑς ἐπαγγεῑλαι», Θουκ.) 2. εκλαμβάνω, νομίζω, θεωρώ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»