-
101 είασεν
εἴᾱσεν, ἐάωsuffer: aor ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic)εἰάζωcry: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
102 εἴασεν
εἴᾱσεν, ἐάωsuffer: aor ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic)εἰάζωcry: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
103 είαται
ἕννυμιves-perf ind pass 3rd pl (epic ionic)ἕζομαιseat oneself: perf ind mp 3rd pl (epic ionic)ἧμαιes-perf ind mid 3rd pl (epic)ἵημιJa-c-io: perf ind mp 3rd pl (epic ionic)——————εἴᾱται, ἐάωsuffer: perf ind mp 3rd sg (attic) -
104 είατο
ἕννυμιves-plup ind pass 3rd pl (epic)ἕννυμιves-plup ind pass 3rd pl (epic ionic)ἕζομαιseat oneself: plup ind mp 3rd pl (epic ionic)ἧμαιes-plup ind mid 3rd plἵημιJa-c-io: plup ind mp 3rd pl (epic ionic)——————εἴᾱτο, ἐάωsuffer: plup ind mp 3rd sg (attic epic ionic)εἰμίsum: imperf ind mid 3rd pl (epic) -
105 ειακότας
-
106 εἰακότας
-
107 ειακότες
-
108 εἰακότες
-
109 ειακότων
-
110 εἰακότων
-
111 ειακώς
-
112 εἰακώς
-
113 ειάθη
-
114 εἰάθη
-
115 ειάθης
-
116 εἰάθης
-
117 ειάθησαν
-
118 εἰάθησαν
-
119 ειάκαμεν
-
120 εἰάκαμεν
См. также в других словарях:
εἴα — εἴᾱ , ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg (epic) εἴᾱ , ἐάω suffer pres imperat act 2nd sg (epic) εἴᾱ , ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg εἴᾱ , ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εία — εἶα (Α) (επιφώνημα παρακελευσματικό) 1. έλα λοιπόν, εμπρός 2. με άλλα μόρια (π.χ. «εἶα δή» έλα λοιπόν) 3. με το ου σε ερώτηση ισοδυναμεί με προσταγή («οὐκ εἶα πώλοις ἐμβαλόντες ἠνίας... δραμεῑσθε», Ευρ.) … Dictionary of Greek
εἵα — εἴᾱ , ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg (epic) εἴᾱ , ἐάω suffer pres imperat act 2nd sg (epic) εἴᾱ , ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἷα — εἶα , εἶα on! up! away poetic indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐία — ἐΐα , εἶα on! up! away poetic indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἶα — on! up! away poetic indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμβλύς, -εία, -ύ — 1. αυτός που δεν είναι οξύς, κοφτερός: Το μαχαίρι είναι πια αμβλύ. 2. (στη γεωμετρία), η μεγαλύτερη από την ορθή γωνία λέγεται αμβλεία. 3. αδυνατισμένος, άτονος: Η ακοή του είναι πια αμβλεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραδύς, -εία, -ύ — επίρρ., βραδέως ο αργός, ο βαρύς, ο δυσκίνητος: Είναι τόσο βραδύς, που του παίρνει ώρες για να τελειώσει οτιδήποτε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραχύς, -εία, -ύ — επίρρ. βραχέως 1. κοντός: Παρόλο που ήταν αξιωματικός του στρατού, είχε εξαιρετικά βραχύ ανάστημα. 2. σύντομος: Όλα έγιναν σε βραχύ χρονικό διάστημα. 3. φρ., «βραχέα φωνήεντα», τα ο, ε· «βραχέα κύματα», κατηγορία ραδιοφωνικών κυμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δριμύς, -εία, -ύ — οξύς, τσουχτερός, διαπεραστικός: Δριμύ ψύχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευθύς, -εία, -ύ — 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση της ευθείας, αλλ. ευθύγραμμος, ίσιος. 2. μτφ., ο χωρίς περιστροφές, ο ειλικρινής, ο τίμιος: Άνθρωπος ευθύς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)