-
1 εισμασσομαι
ион.-дор. ἐσμάσσομαι всовывать, просовывать(ἐς κόλπον ἐσεμάξατο χεῖρας Theocr.)
-
2 εσμασσομαι
См. также в других словарях:
εισμάσσομαι — εἰσμάσσομαι (Α) 1. εμβάλλω συρτά 2. ψηλαφώ … Dictionary of Greek
1 εισμασσομαι
(ἐς κόλπον ἐσεμάξατο χεῖρας Theocr.)
2 εσμασσομαι
εισμάσσομαι — εἰσμάσσομαι (Α) 1. εμβάλλω συρτά 2. ψηλαφώ … Dictionary of Greek