-
1 εἰς-ρέω
εἰς-ρέω (s. ῥέω), hineinfließen, -strömen; Eur. I. T. 260; Ggstz ἐκρέω, Plat. Phaed. 112 a; πλοῦτον εἰς τὴν πόλιν εἰςρυήσεσϑαι Isocr. 8, 140. Uebertr. von ἐπιστῆμαι, Plat. Phil. 62 c; τὸ πά-ϑος εἰςεῤῥύη, hineinkommen, entstehen; πόϑος εἰςεῤῥύη πάντας, Alle ergriff die Sehnsucht, Plut. Num. 20; νόμισμα εἰςεῤῥύη εἰς τὴν Σπάρτην, kam in Umlauf, Lyc. 30; ὴ ἀγαϑὴ τύχη εἰς τὴν οἰκίαν Luc. Alex. 42; ἁμάρτημα εἰςρεῖ D. Hal. rhet. 10, 17.
-
2 παρ-εις-ρέω
παρ-εις-ρέω (s. ῥέω), daneben, heimlich, unvermerkt hinein- od. zufließen, ἐάν τι παρειςρυῇ, Arist. part. an. 3, 3; sich hineinschleichen, πρὸς τὰ συσσίτια, Plut. Lyc. 17; εἰς τὴν πόλιν, 27; ἵνα μή τι ἀκατάληπτον παρειςρυῇ, M. Ant. 7, 54.
-
3 συν-εις-ρέω
συν-εις-ρέω (s. ῥέω), mit oder zugleich einfließen, auch übertr., sich einschleichen, Ael. H. A. 1, 12 u. a. Sp., wie Ios.
-
4 ἀντι-παρ-εις-ρέω
ἀντι-παρ-εις-ρέω ( ῥέω), dagegen einfließen, Themist.
-
5 ἐπ-εις-ρέω
ἐπ-εις-ρέω (s. ῥέω), noch dazu hineinfließen, herbeiströmen, Luc. Alex. 49 Plut. Num. 20.
-
6 ὑπ-εις-ρέω
ὑπ-εις-ρέω (s. ῥέω), von unten, allmälig od. heimlich hineinfließen, Long. 1, 1.
-
7 καταῤ-ῥέω
καταῤ-ῥέω (s. ῥέω), herab-, herunterfließen; αἷμα καταῤῥέον ἐξ ὠτειλῆς Il. 4, 149; öfter in tmesi, wie κατὰ δὲ νότιος ῥέεν ἱδρὼς ὤμων καὶ κεφαλῆς 11, 811; κατεῤῥύη Pind. frg. 157; γλώσσης μελίσσης τῷ κατεῤῥυηκότι Soph. frg. 167; φόνῳ καταῤῥεῖ ἀγάλματα Eur. Troad. 16; von Flüssen, Xen. Hell. 7, 4, 29 u. A.; von feuerspeienden Bergen, Pol. 34, 11, 12; von anderen Dingen, herabfallen, bes. von vertrockneten Blumen u. Laub, nach Hermogen.; τὸν καρπὸν ἀσυγκόμιστον καταῤῥεῖν εἰς τὴν γῆν Xen. Cyr. 1, 5, 19; τὰ φύλλα u. ä., Sp.; τὰ κυήματα Arist. H. A. 5, 30; auch von Menschen, herunterfallen, καταῤῥυείς Ar. Pax 71; ἐραστὴν διὰ τοῦ τέγους καταῤῥέοντα Luc. Tim. 41; ähnl. καταῤῥεῖν ταῖς ἀνοδίαις εἰς τοὺς ὁμαλοὺς τόπους Pol. 8, 16, 6, hinabeilen. – Uebertr., περὶ αὑτὰ καταῤῥεῖ, fällt in sich zusammen, Dem. 2, 10; vgl. Arist. bei Ath. XII, 523 f; – εἴς τινα, Einem zu Theil werden, Theocr. 1, 5; Bion. 1, 55. – Sp. brauchen auch das pass., λόγχην καταῤῥεομένην αἵματι Plut. Galb. 27; Luc. Nigr. 35 ἱδρῶτι κατεῤῥεόμην, ich wurde mit Schweiß überströmt, übergossen.
-
8 συῤ-ῥέω
συῤ-ῥέω (s. ῥέω), zusammenfließen; εἰς τοῠτο τὸ χάσμα συῤῥέουσι πάντες οἱ ποταμοί, Plat. Phaed. 112 a; εἰς ἃ ξυνεῤῥυηκέναι τὸ ὕδωρ, ib. 109 b, u. öfter; Pol. 10, 48, 4 u. Sp.; auch übertr., von einer großen Menschenmenge, Her. 8, 42; Plat. Phaed. 110 e; Xen. An. 6, 1, 6 u. öfter; auch von andern Dingen, συνεῤῥυηκότες τόκοι, Is. 2, 28.
-
9 προ-ρέω
προ-ρέω (s. ῥέω), poet., in Prosa προῤῥέω; – 1) hervor- od. vorwärtsfließen, weiter-, dahinströmen, ἅλαδε προρέων, Il. 5, 598. 12, 19, H. Apoll. 23; Hes. O. 759; εἰς ἅλαδε, Od. 10, 351; ἐκ πέτρης, Hes. Th. 792, einzeln bei Sp. – 2) auch trans. hervor od. vorwärts fließen machen, ergießen, H. h. Ap. 380, vgl. Ruhnk. en. crit. p. 268, aber Wolf hat mit Eust. ad Il. 2, 523, der den Vers aus Hes. (frg. 6) anführt, προχέω geschrieben. Vgl. noch Orph. Arg. 1130.
-
10 μεταῤ-ῥέω
μεταῤ-ῥέω (s. ῥέω), weg u. anders wohin fließen, μένει τὰ βουλήματα καὶ οὐ μεταῤῥεῖ ὥςπερ εὔριπος, Arist. Eth. 9, 6; u. so auch übertr., ὅτε εἰς Μιϑριδάτην τὰ πράγματα μετέῤῥει, wieder an den M. kommen, Ath. V, 212 a. – Trans. c. accus. vrbdn, hinüber fließen lassen, Plat. Theaet. 193 c, wo man μεταφέρω vermuthet.
-
11 εἰςρέω
εἰς-ρέω, hineinfließen, -strömen; Ggstz ἐκρέω. Übertr. τὸ πά-ϑος εἰςεῤῥύη, hineinkommen, entstehen; πόϑος εἰςεῤῥύη πάντας, alle ergriff die Sehnsucht; νόμισμα εἰςεῤῥύη εἰς τὴν Σπάρτην, kam in Umlauf -
12 ἀντιπαρειςρέω
-
13 ἐπειςρέω
ἐπ-εις-ρέω, noch dazu hineinfließen, herbeiströmen -
14 παρειςρέω
παρ-εις-ρέω, daneben, heimlich, unvermerkt hinein- od. zufließen; sich hineinschleichen -
15 συνειςρέω
συν-εις-ρέω, mit oder zugleich einfließen, auch übertr., sich einschleichen -
16 ὑπειςρέω
ὑπ-εις-ρέω, von unten, allmählich od. heimlich hineinfließen -
17 καταῤῥέω
καταῤ-ῥέω, herab-, herunterfließen; von Flüssen; von feuerspeienden Bergen; von anderen Dingen: herabfallen, bes. von vertrockneten Blumen u. Laub; auch von Menschen: herunterfallen; καταῤῥεῖν ταῖς ἀνοδίαις εἰς τοὺς ὁμαλοὺς τόπους, hinabeilen. Übertr., περὶ αὑτὰ καταῤῥεῖ, fällt in sich zusammen; εἴς τινα, einem zu Teil werden; pass., ἱδρῶτι κατεῤῥεόμην, ich wurde mit Schweiß überströmt, übergossen -
18 ῥυθμός
ῥυθμός, ὁ, ion. ῥυσμός, jede Bewegung, bes. wobei ein gewisses Maaß stattfindet. Dah. – 1) eigtl. das Zeitmaaß, der Takt, bei dem Tanz, der Musik, dem Versmaaß od. in sonst einer abgemessenen, taktmäßigen Bewegung, wofür auch wir das Wort Rhythmus brauchen; χορείας, Ar. Th. 955; πότερα περὶ μέτρων ἢ περὶ ἐπῶν ἢ ῥυϑμῶν, Nubb. 628, vgl. 637. 638; Plat. Conv. 187 b sagt ὥςπερ γε καὶ ὁ ῥυϑμὸς ἐκ τοῦ ταχέος καὶ βραδέος διενηνεγμένων πρότερον, ὕστερον δὲ ὁμολογησάντων γέγονε; τῇ τῆς κινήσεως τάξει ῥυϑμὸς ὄνομα εἴη, Legg. II, 655 a; βαίνειν ἐν ῥυϑμῷ, ib. 170 b; oft mit ἁρμονία verbunden, wie Conv. 187 c; ἐν ῥ υϑμῷ ὀρχεῖσϑαι, Xen. Cyr. 1, 3, 10 An. 5, 4, 14, der auch ῥυϑμοὺς σαλπίζειν vrbdt, 7, 3, 32, nach dem Takte blasen od. mit der Trompete den Takt angeben, womit Pol. 4. 20, 6 zu vergleichen: αὐλὸν καὶ ῥυϑμὸν εἰς τὸν πόλεμον ἀντὶ σάλπιγγος εἰςήγαγον οἱ Λακεδαιμόνιοι, Luc. ἐν ῥυϑμῷ ἔβαινε πρὸς αὐλόν, Prom. 6; auch οὐκ οἶδ' ὅπως ἐπλήγην ὑπὸ τοῠ ῥυϑμοῠ τῶν ὀνομάτων, vit. auct. 21, u. sonst; Plut. u. A. – Bes. bei sp. Rhett. u. Gramm. der Wohlklang der Rede, der Tonfall, der aus schönem Ebenmaaße der Sylben, Wörter u. Sätze entspringt. – 2) Gleichmaaß, Ebenmaaß des Raumes, richtiges, schönes Verhältniß der Theile, vgl. Xen. Mem. 3, 10, 10, wo vom ῥυϑμός der Harnische gesprochen wird, und es dem ἁρμόττοντας ποιεῖν entspricht; die nach einem bestimmten Ebenmaaße bestimmte Form oder Gestalt, γραμμάτων ῥυσμός, die Gestalt der Buchstaben, Her. 5, 38, wie von der Gestalt eines Trinkgefäßes Alexis bei Ath. III, 125 f; vgl. auch Theocr. 26, 23. – 3) überhaupt das rechte Maaß, σωζόμενον ῥυϑμόν, Aesch. Ch. 786. – Auch die Art u. Weise, die Gemüthsart, Theogn. 958, wo es mit ὀργή u. τρόπος verbunden ist; der Zustand des Menschen überhaupt, οἷος ῥυϑμὸς ἀνϑρώπους ἔχει, Archil. frg. 31, 7. – Proportion, Verhältniß, κατὰ τὸν αὐτὸν ῥυϑμὸν ἔχει, Plat. Legg. V, 728 f. – Es ist wohl von ῥέω abzuleiten oder mit ῥέπω, ῥομβέω verwandt. – [Die Attiker und die spätern Dichter brauchen die erste Sylbe nicht selten kurz.]
-
19 μεταῤῥέω
μεταῤ-ῥέω, weg u. anders wohin fließen; übertr., ὅτε εἰς Μιϑριδάτην τὰ πράγματα μετέῤῥει, wieder an den M. kommen; hinüber fließen lassen
См. также в других словарях:
συρρέω — ΝΜΑ [ρέω] 1. ρέω μαζί ή χύνομαι στο ίδιο μέρος («εἰς... τοῡ τὸ χάσμα συρρέουσί τε πάντες οἱ ποταμοί», Πλάτ.) 2. (μτφ. για πλήθος ανθρώπων) προστρέχω μαζικά, τρέχω εκεί που είναι και άλλοι συναθροισμένοι (α. «αυτή τη στιγμή οι διαδηλωτές συρρέουν… … Dictionary of Greek
νέω — (I) νέω (Α) 1. πλέω, κολυμπώ 2. μτφ. (για υπόδημα) είμαι δυσανάλογα μεγάλος («ἔνεον ἐν ταῑς ἐμβάσιν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νέω < *νέfω συνδέεται με το ρ. νήχω*, αλλά εμφανίζει θέμα με ε , πιθ. αναλογικά προς το πλέω / ἔπλευσα. Μερικοί… … Dictionary of Greek
κάτειμι — (AM) έλκω την καταγωγή, κατάγομαι αρχ. 1. πορεύομαι προς τα κάτω, κατέρχομαι, κατεβαίνω (α. «ὁ μὲν ποταμόνδε κατήϊεν», Ομ. Οδ. β. «ἡ δ οὖν γυνὴ κάτεισιν εἰς Ἅιδου δόμους», Ευρ.) 2. καταπλέω τον Νείλο, ταξιδεύω («κατιέναι εἰς Ἀλεξάνδρειαν») 3.… … Dictionary of Greek
καταρρέω — (AM καταρρέω) 1. κατακρημνίζομαι, γκρεμίζομαι, σωριάζομαι κάτω (α. «κατέρρευσε η στέγη τού σπιτιού» β. «καραρρυῆναι δὲ τῷ ἱερῷ τὸν ὄροφον τεκμαίροιτο ἄν τις ὑπὸ τοῡ χρόνου», Παυσ.) 2. αφανίζομαι (α. «τής νεότητας μου ρεύμα, διατί δεν καταρρέεις… … Dictionary of Greek
καταράσσω — (AM, Α αττ. τ. καταράττω) μσν. αράζω αρχ. 1. σπάζω σε πολλά κομμάτια, κατασυντρίβω («ὁ παῑς ἐμπεσὼν κατήραξε τὴν κύλικα», Ιππών.) 2. καταβάλλω, κατανικώ («κατήραξε δ εἰς θάλατταν ἅπαντας», Δημοσθ.) 3. διαταράσσω («διασείειν καὶ καταράσσειν τὰ… … Dictionary of Greek
ρεύμα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.), στην πρώην επαρχία Λαρίσης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νέων Καρυών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του νομού Λέσβου.… … Dictionary of Greek
εκφέρω — (AM ἐκφέρω) 1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω 2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω 3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό») νεοελλ. γραμμ. παθ. εκφέρομαι συντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική») μσν. 1. απαγγέλλω, εκδίδω… … Dictionary of Greek
επιδίδω — (AM ἐπιδίδωμι, Μ και ἐπιδίδω) 1. ασχολούμαι, καταγίνομαι («επιδόθηκε σε νέες μεθόδους», «ἐπιδίδωμι ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν») 2. εγχειρίζω, δίνω στο χέρι κάποιου (συνήθως εμπιστευτικό ή επίσημο έγγραφο) («δικαστικός κλητήρας να επιδώσει τις κλήσεις»,… … Dictionary of Greek
ευοδώ — (ΑΜ εὐοδῶ, έω) [εύοδος] 1. (για τρεχούμενο νερό) έχω ελεύθερο δρόμο, εύκολο πέρασμα («τοῡτο [ὕδωρ] εἰσπῑπτον εἰς τὴν ὁδόν, ἧ μὲν ἄν εὐοδῇ, φέρεται κάτω», Δημοσθ.) 2. (για σωματικές εκκρίσεις) ρέω εύκολα 3. (παθ. απρόσ.) εὐοδεῑται υπάρχει ελεύθερη … Dictionary of Greek
ιός — Νησί (108 τ. χλμ., 1.838 κάτ.) των Κυκλάδων, η Φοινίκη των αρχαίων Ελλήνων. Βρίσκεται στα Β της Σαντορίνης, μεταξύ Σαντορίνης, Αμοργού, Πάρου και Σίκινου. Έχει μήκος περίπου 18 χλμ. και μέσο πλάτος 7 χλμ. Οι ακτές του καλύπτουν 27 χλμ. Πρωτεύουσα … Dictionary of Greek
μεταρρέω — (Α) 1. ρέω προς άλλη διεύθυνση, χύνομαι προς άλλο μέρος ή προς τα πίσω, παλιρροώ («μένει τὰ βουλήματα καὶ οὐ μεταρρεῑ ὤσπερ Εὔριπος», Αριστοτ.) 2. μεταβαίνω από ένα μέρος σε άλλο, όπως από τα δεξιά στα αριστερά («τὰ ἐν τοῑς κατόπτροις τῆς ὄψεως… … Dictionary of Greek