-
41 ἐπ-αινέω
ἐπ-αινέω (s. αἰνέω), fut. ἐπαινέσομαι Eur Bacch. 1195 Plat. Conv. 199 a Xen. Hell. 3, 2, 6 Dem. 2, 31, ἐπαινέσω Xen. An. 1, 4, 16. 5, 58 Soph. El. 1033. 1047 Eur. Andr. 464 u. sp. D. (Plat. Legg. IV, 719 e ist wegen des dabei stehender ἄν wohl in ἐπαινέσαι zu ändern); ἐπαινήσω nur p., Pind. P. 10, 69 Nonn. D. 11, 150; ἐπῃνημένος Isocr. 12, 233; ἐπαινεϑήσεται Plat. Rep. V 474 d; ἐπαινετέον III, 390 e; – loben, Beifall bezeigen, billigen, theils absol., οἱ δ' ἄρα πάντες ἐπῄνεον, ἐπὶ δ' ᾔνεον ἄλλοι, Il. 3, 461. 23, 539 theils c. acc., μῦϑον Ὀδυσσῆος 2, 335; Ἕκτορι d. i. beistimmen, 18, 312, μῠϑόν τινι H. h. Merc 457. Einzeln auch in Prosa, ἐπαινεσάντων δ' αὐ. τῶν, nach ihrer Genehmigung, Thuc. 4, 65, wie Xen An. 1, 3, 7 u. öfter. – Gew. Pind., Tragg. u. in Prosa, – 1) loben, im Ggstz von ψέγω, Plat. Theaet. 145 a, wo πρὸς ἀρετὴν καὶ σοφίαν dabei steht, vgl. εἰς u. πρός; von ἀτιμάζειν, Xen. An. 1, 6, 20; πάντ' ἔχω σ' ἐπαινέσαι λόγοισι, in jeder Beziehung, Soph. Ai. 1381; ἃ ἐγὼ Σωκράτη ἐπαινῶ, worin ich den S., od. was ich an dem Sokrates lobe, Plat. Conv. 222 a, vgl. 201 c; Sp. auch τινά τινος, wie D. Hal. rhet. 14; ἐπί τινι, Xen An. 5, 1, 45; τινί, worüber, Din. 3, 22; κατά τι D. Sic. 1, 37. – 2) zureden, ermahnen, anempfehlen (vgl. παραινέω), ὑμᾶς δ' ἐπαινῶ μὴ καταισχύνειν ἐμέ Aesch. Suppl. 974; ὑμῖν ἐπαινῶ γλῶσσαν εὔφημον φέρειν Ch. 574; ϑαρσεῖν, σιγᾶν Soph. O. C. 671 El. 1314. – 3) sich schönstens für Etwas bedanken, höflich ablehnen, κάλλιστ' ἐπαινῶ Ar. Ran. 519, Schol. παραιτούμενοι ἔλεγον; τἡν κλῆσιν, für die Einladung danken, Xen. Conv. 1, 7; Plut. aud. poet. 5 p: 86. Aehnlich wenn man seine Zufriedenheit mit Etwas bezeugt, aber es ablehnt Xen. An. 7, 7, 52 Hell. 7, 4, 5. – 4) feierlich recitiren, vom Vortrage der Rhapsoden, Plat. Ion 536 d 541 e.
-
42 ἐφ-όδιος
ἐφ-όδιος, ion. ἐπόδιος, auf den Weg, zur Reise nöthig, τὸ ἐφόδιον, Reisevorrath, Reisegeld, bes. im plur., ἐπόδιά σφι δοῠναι Her. 4, 203, wie Lys. 12, 11 u. Plat. Ep. VII, 350 b; ἐφόδι' οὐκ ἔχω Ar. Ach. 53; καὶ ἀργύριόν τι ῥητὸν ἔχοντες ἐφόδιον Thuc. 2, 70; ἐφοδίων ἀπορεῖν Lys. 16, 14; ἐφόδια τοῖς ἵπποις Andoc. 4, 30; τὰ τῆς φυγῆς ἐφόδια Aesch. 1, 172; Unterhaltungskosten eines Heeres im Kriege, δι' ἀπορίαν ἐφοδίων τοῖς στρατευομένοις Dem. 3, 20; vgl. Thuc. 6, 31; τὰ ἐφόδια τοῦ πολέμου Arist. rhet. 3, 10; übh. Beförderungs-, Hülfsmittel wozu, τὴν Ἰλιάδα τῆς πολεμικῆς ἀρετῆς ἐφόδιον ὀνομάζει Plut. Alex. 8; εἰς ἀνδρείαν Hdn. 2, 10, 11; Luc. u. a. Sp.
-
43 ἔμ-παλιν
ἔμ-παλιν, 1) rückwärts, zurück; H. h. Merc. 78; δεδορκώς Hes. Sc. 145; εἰ δ' ἐχϑρὰ τοῖς ἐχϑροῖσιν ἔμπαλιν μέϑες Soph. El. 637; Eur.; oft mit dem Artikel, τοὔμπαλιν od. εἰς τοὔμπαλιν ἔρχεσϑαι, πορεύεσϑαι u. ä., Xen. An. 1, 4, 15 u. öfter; ἡ ἔμπαλιν ὁδός, die Rückkehr, Luc. – 2) umgekehrt, im Gegentheil; τὸ ἔμπ. u. τὰ ἔμπ., das Gegentheil, das Entgegengesetzte; γνώμας, wider Erwarten, Pind. P. 12, 32; τέρψιος Ol. 12, 11; οἱ δὲ τοὔμπαλιν σπεύδοντες Aesch. Prom. 202; κραίνειν Ag. 1398; ἔμπαλιν λέγει, ganz entgegengesetzt dem Früheren, Soph. Tr. 357; ὥσπερ οἱ ἔμπ. ὑποδούμενοι, auf die verkehrte Art, d. h. den rechten Schuh auf den linken Fuß ziehen, Plat. Theaet. 193 c; mit folgendem ἤ, τὸ δὲ ἔμπαλιν ἢ σὺ ἤλπισας, γίγνεται Luc. merc. cond. 21; vgl. Empedocl. 261; Her. ἐγὼ γνώμην ἔχω τὰ ἔμπαλιν ἢ οὗτοι, ich habe die entgegengesetzte Ansicht von diesen, 1, 207. 9, 56; τοὔμπαλιν οὗ βούλονται ἐφέλκεσϑαι Xen. An. 8, 4, 32, wie Pol. 1, 14, 3; Maxim. Tyr. auch mit dem dat.; – ἐκ τοὔμπαλιν, von der entgegengesetzten Seite, Thuc. 3, 22. – 3) wiederum, wieder; ἄλλοτε μὲν χροιῇ ἴκελος, ὁτὲ δ' ἔμπαλιν αἰϑός Nic. Th. 288; a. Sp.; vgl. Luc. conscr, hist. 23.
-
44 διέχω
δι-έχω, (1) auseinander halten; τὰς χεῖρας, ausstrecken; abhalten. (2) (durchhalten) durchdringen; διὰ δ' ἔπτατο πικρὸς ὀιστός, ἀντικρὺ δὲ διέσχε, er drang durch und an der andern Seite wieder hervor; der aorist. διέσχε steht hier in der Bdtg des Anfangens; διὰ τοῦ ἥπατος διέχει ἡ μεγάλη φλέψ, geht hindurch; dah. ἔκ τινος εἴς τι, von wo aus sich wohin erstrecken. (3) auseinander stehen, getrennt, entfernt sein; dah. ὁ Ἑλλήσποντος σταδίους ὡς πεντεκαίδεκα διέχει, breitet sich aus, hat eine Weite von 15 Stadien; ἡ γῆ διέσχε σεισμῷ, die Erde barst; übh. = auseinandertreten. Von der Zeit, οὐ διέσχον ἡμέραι τρεῖς, waren dazwischen. Auch τόλμῃ διέχειν, = διαφέρειν, sich auszeichnen
См. также в других словарях:
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek
Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα … Deutsch Wikipedia
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
μέσο — και μέσον, το (ΑM μέσον, Μ και μέσο και μεσόν, Α επικ. και ποιητ. τ. μέσσον) 1. κεντρικό σημείο ανάμεσα σε πολλά άτομα ή πράγματα, ο χώρος ανάμεσά τους, το κέντρο («το μέσο τής πλατείας») 2. το μεταξύ δύο ή περισσότερων τοπικών ορίων σημείο το… … Dictionary of Greek
ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek