-
1 κεντριζω
1) подгонять стрекалом, подстегивать(τινά Xen.)
2) подстрекать, побуждать, поощрять(εἰς ἔρωτα Plat.; νύττειν καὴ κ. Plut.)
-
2 εμπιπτω
(fut. ἐμπεσοῦμαι, aor. 2 ἐνέπεσον, pf. ἐμπέπτωκα)1) (на или во что-л.) падать(πῦρ ἔμπεσε νηυσίν, но ἐν ὕλῃ Hom.; εἰς τάφρους Xen.; εἰς τὰ κάτω τῆς γῆς Arst.)
2) попасть, очутиться(εἰς ἀνάγκης ζεύγματα Eur.; ἐν χωρίῳ τινί Xen.)
εἰς ἀπορίαν и ἐν ἀπορίᾳ ἐμπεπτωκέναι Plat. — оказаться в затруднительном положении;ἐπὴ συμφορέν ἐμπεσεῖν Her. — стать жертвой несчастного случая;ἐμπεσεῖν εἰς ἔριν Eur. — поссориться;πρὸς ἔρωτά τινος ἐμπεσεῖν Luc. — полюбить кого(что)-л.;εἰς δικαστήριον ἐμπεσεῖν Plat. — оказаться под судом;ἐπ΄ ἀρρωστίαν ἐ. Arst. — впасть в угнетенное состояние:εἰς τὸ ἀρχεῖον ἐ. Arst. — прийти к власти;ἐμπεσεῖν πρός τι (sc. εἰς τὸ δεσμωτήριον) Dem. — попасть за что-л. в тюрьму;εἰς ἐλπίδας κενὰς ἐμπεσεῖν Plut. — поддаться ложным надеждам;εἰς ὑποψίαν ἐμπεσεῖν Plut. — подпасть под подозрение;ἃ εἰς τέν αἴσθησιν ἐμπίπτει Plat. — то, что воспринимается чувствами;λόγος ὃς ἐμπέπτωκεν ἀρτίως ἐμοί Soph. — весть, которая только что дошла до меня;τοῖς Ἀθηναίοις ἐνέπεσέ τι γέλωτος Thuc. — афинянам стало немного смешно3) врываться, вторгаться(στέγῃ Soph., εἰς τέν θύραν Arph.; τάχιστα ἐμπεσεῖν Aesch.)
4) натыкаться, встречатьсяτὰ πλειστάκις ἐμπίπτοντα τῶν προβλημάτων Arst. — наиболее часто встречающиеся вопросы5) нападать, обрушиваться(τοῖς πολεμίοις Xen.; μεγάλῳ κτύπῳ καὴ κλύδωνι Plut.; εἴς τινα Luc.)
ἐμπεσὼν χειμάρρῳ ποταμῷ ἴκελος Her. — стремительный, как бурная река;ἐν δ΄ ἔπεσ΄ ὑσμίνῃ Hom. — он ринулся в бой6) нападать, охватывать, овладевать(χόλος ἔμπεσε θυμῷ Hom.; ταραγμὸς ἐμπέπτωκέ μοι Eur.)
ἐμοὴ οἶκτος ἐμπέπτωκε τοῦδ΄ ἀνδρός Soph. — меня охватила жалость к этому человеку;ὕπνος ἐμπίπτει Plat. — наступает сон;ἀθυμίας δεινῆς πρὸς τὸν οἰωνὸν ἐμπεσούσης Plut. — так как (их) объял страх перед знамением7) поражать, постигать(κακὸν ἔμπεσεν οἴκῳ Hom.; ἐς τέν πόλιν ἐνέπεσε ἥ νόσος Thuc.; νόσημα ἐμπίπτει εἰς τοὺς ἰχθῦς Arst.; λοιμὸς ἐμπίπτει Plut.)
8) ( о речи) заходить, касатьсяἐμπεπτωκότος λόγου περὴ νόμων Plat. — раз речь зашла о законах;
λόγου τινὸς ἐμπεσόντος Plut. — если завяжется какая-л. беседа;ἐμπεσὼν εἰς τὰ πεπραγμένα τοῖς προγόνοις ὑμῶν Dem. — поскольку я завел речь о деяниях ваших предков -
3 παριημι
(fut. παρήσω, aor. παρῆκα, pf. παρεῖκα; aor. 2 med. παρείμην; pass.: aor. παρείθην, pf. παρεῖμαι)(πέπλον ἀπ΄ ὀμμάτων Eur.)
ἥ παρείθη μήρινθος ποτὴ γαῖαν Hom. — (простреленная) нить упала на землю2) упускать, пренебрегать(οὐδέν Her.; τὸν καιρόν Thuc.)
ἄρρητον π. τι Plat. — умолчать о чем-л.;ὑπὲρ τοιούτων ἥκιστα παρετέον Arst. — эти вопросы отнюдь не следует обходить молчанием;οὐδὲν παρήσω τῆς ἀληθείας ἔπος Soph. — я не скрою ни одного слова правды;παριείς τι Soph. — оставляя без внимания что-л., пренебрегая чем-л.3) пропускать, пережидать(τὸν χειμῶνα παρείς Her.)
ἕνδεκα ἡμέρας παρέντες μετά τι Her. — спустя одиннадцать дней после чего-л.;νύκτα μέσην παρέντες Her. — после полуночи4) оставлять, прекращать(γόον Eur.)
π. πόθον τινός Eur. — оставить мысль об этом5) ослаблять, изнурять(κόπῳ παρεῖμαι, παρειμένος νόσῳ Eur.)
ὕπνῳ παρειμένος Eur. — сраженный сном7) предоставлять, уступать(νίκην τινί Her.; τινὴ τέν ἀρχήν Thuc.)
ἑαυτὸν κυμάτων δρομήμασιν π. Eur. — отдаваться на волю волн8) позволять, разрешатьἀλλὰ παρίημι, ἀλλ΄ ἐρώτα Plat. — да, пожалуйста, спрашивай9) пропускать, допускать, впускать(τινὰ ἐς τέν ἀκρόπολιν Her., med. εἰς τὰς ἀκροπόλεις Dem.)
μέ παρίωμεν εἰς τέν ψυχήν … Plat. — не будем допускать мысли …10) med. упрашивать, выпрашивать (себе)οὐκ ἂν παρείμην οἷσι μέ δοκῶ φρονεῖν Soph. — я не стану уверять тех, по мнению которых я говорю вздор -
4 αναβλεπω
(fut. ἀναβλέψω и ἀναβλέψομαι)1) смотреть вверх или вперед, взирать, глядеть(τι и τινί Eur., πρός и εἴς τι Plat.)
ἀ. ὀρθοῖς ὄμμασιν Xen. — глядеть прямо, перен. не падать духом;ἀ. φλόγα Eur. — сверкать глазами2) (вновь) открывать глазаἀναβλέψας ἐρωτᾷ Xen. — открыв глаза, он спрашивает (= спросил)
3) (вновь) обрести зрение, прозреть Her., Arph., Plat.
См. также в других словарях:
έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… … Dictionary of Greek
CUPIDO — Amoris Deus, quem Hesiodus natum vult ex Chao et Terra, Simonides ex Marte et Venere, Arcesilaus ex nocte et Aethere, Alcaeus ex Lite et Zephyro, Sappho ex Venere et Caelo, Seneca ex Venete et Vulcano. Quidam ex sola Venere prognatum tradunt,… … Hofmann J. Lexicon universale
Theodoridas of Syracuse — Theodoridas (Gr. polytonic|Θεοδωρίδας) was a lyric and epigrammatic poet from Syracuse, who is supposed to have lived at the same time as Euphorion, that is, about 235 BC;Citation | last = Smith | first = Philip | author link = | contribution =… … Wikipedia
CAUCA et CAUCUS — recentioribus Latinis idem, qui veteribus cyathus, patera nempe, unde bibitur. Ael. Spartian. in Pescenmo Nigro, c. 10. Hic tantae erat severitatis, ut quum milites quosdam in cauco argenteo expeditionis tempore bibere vidisset, iusserit omne… … Hofmann J. Lexicon universale
εταίρος — ο, θηλ. εταίρα (ΑΜ ἑταῑρος, θηλ. ἑταίρα, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. ἕταρος, θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη) 1. ο σύντροφος, ο φίλος 2. ο συνεταίρος 3. μέλος πολιτικού συλλόγου ή φατρίας 4. θηλ. η εταίρα πόρνη νεοελλ. (νομ.) αυτός που μετέχει… … Dictionary of Greek
προϋπάγομαι — Α [ὑπάγομαι] οδηγώ σε κάτι («εἰς ἔρωτά τινος προϋπῆκτο», Δίων Κάσα) … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
ИОАНН ЛЕСТВИЧНИК — [греч. ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος] (VI VII вв.), прп. (пам. 30 марта и в 4 ю Неделю Великого поста), игум. Синайского монастыря, автор классического произведения визант. аскетической письменности «Лествица Божественного восхождения». Житие Основным… … Православная энциклопедия
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek