-
1 αφυσσω
(fut. ἀφύξω - дор. ἀφυξῶ, Anth. ἀφύσω; aor. ἤφυσα - эп. ἄφυσσα) тж. med.1) черпать, переливать, наливать(μέθυ ἐκ κρητῆρος и νέκταρ ἀπὸ κρητῆρος Hom.; δῶρα Διονύσου εἰς ἄγγεα Hes.; λοιβὰν ἐν κρατήρων γυάλοις Eur.)
2) собирать, сгребать(φύλλα ἠφυσάμην Hom.)
3) копить, накапливать(ἄφενος καὴ πλοῦτον Hom.)
4) проникать внутрь, врезываться(διὰ δ΄ ἔντερα χαλκὸς ἤφυσε Hom. - v. l. διαφύσσω in tmesi)
См. также в других словарях:
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
τερηδόνα — I Καταστρεπτική διεργασία εις βάρος των σκληρών ιστών του οργανισμού, όπως τα οστά, οι χόνδροι και τα δόντια· συχνότερα ο όρος σημαίνει την τ. των δοντιών. Η τελευταία αυτή οφείλεται στη συνέργια ενδογενών και εξωγενών παραγόντων: γενικές… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
en1 — en1 English meaning: in, *into, below Deutsche Übersetzung: “in” Note: (: *n̥; Slav. also *on?); eni, n(e)i; perhaps also n̥dhi (ending as epi, obhi etc. perhaps related to loc. in i, if if not even created after it). Material … Proto-Indo-European etymological dictionary