-
1 καταναλίσκω
A- ανάλισκον Isoc.1.18
: [tense] plpf. - ανηλώκει (intr.) Pl.Ti. 36b: but [tense] aor.- ηνάλωσα Isoc.9.60
:—[voice] Pass., [tense] aor.- αναλωθῆναι Pl.Phd. 72d
; subj.- αναλωθῇ Hp.Epid.2.4.1
; indic. - ηναλώθησαν ib. 2: [tense] pf.- ανήλωμαι Isoc.3.31
codd.; inf.κατηναλῶσθαι Plu.2.112a
:— use up, spend, lavish,Χρήματα X.Mem.1.2.22
; εἴς τι upon a thing,εἰς τὴν στρατείαν τάλαντα μύρια Isoc.9.60
;τὴν σχολὴν εἰς φιληκοΐαν Id.1.18
;τὰς δυνάμεις εἰς τὰ ἄλογα Pl.Prt. 321c
; ap.Ath.8.345d; of space in a treatise, Phld.Herc. 1508.10; alsoκ. πολλὰ ἡδοναῖς D.S. 17.108
;τὸ πλεῖστον τοῦ βίου ἐν ὁμιλίᾳ Ael.VH3.13
:—[voice] Pass., with [tense] plpf. [voice] Act., to be lavished, Pl.Ti. l.c.; εἴς τι Id.Phd.l.c.; πάσας [ τιμὰς]κατηναλῶσθαι ἄλλοις Plu.
l.c.2 consume,τὴν τροφήν Arist.GA 763a13
, Plu.2.160b; devour fuel, of fire, Arist.Juv. 469b29; later, eat, [ ἰχθύν] Agatharch.109; [ ῥοιᾶς κόκκον] Apollod.1.5.3:—[voice] Pass., ἡ τροφὴ κ. εἰς τὴν αὔξησιν, εἰς τὸ σῶμα, Arist.GA 771a28, 725b31, cf. Hp.VM11; ἐπιστήμη οὐ κ. ὑπὸ πόνων Andronic.Rhod.p.578 M.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταναλίσκω
-
2 κατ-ανᾱλίσκω
κατ-ανᾱλίσκω (s. ἀναλίσκω), verwenden, verthun, verbrauchen; τὸ μιχϑὲν ἤδη πᾶν κατανηλώκει Plat. Tim. 36 b; τίς μηχανὴ μὴ οὐχὶ πάντα καταναλωϑῆναι εἰς τὸ τεϑνάναι Phaed. 72 d; σχολὴν εἰς φιληκοΐαν κατανάλισκε Isocr. 1, 18; εἰς τὴν στρατείαν τάλαντα μύρια κατηνάλωσε 9, 60; καταναλώσαντες χρήματα Xen. Mem. 1, 2, 22; τέτταρας μνᾶς εἰς ὀψοφαγίαν Ath. VIII, 345 d; Plut. Alex. 5; πολλὰ ἡδοναῖς D. Sic. 17, 108. – Vom Verdauen der Speisen, Plut. sept. sap. conv. 16.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий