-
1 ὑπολισθάνω
A slip or slide slightly, Hp. Art.5, Poll.2.15: metaph.,ὑ. εἰς ὕπνον Ael.VH2.35
;εἰς τὰς τερψεις Luc.Dem.Enc.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπολισθάνω
См. также в других словарях:
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek